Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Λιβυρνοί"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Λῐβυρνοί, οἱ, λαός της Αδριατικής κάτω από την Ιστρία, σε Στράβ.· επίθ. Λιβυρνικός, , -όν· Λιβυρνικόν (ενν. πλοῖον), τό, ελαφρύ και ταχύ σκάφος, όπως αυτά που μετέφεραν σκλάβους, και τα χρησιμοποιούσαν οι Λιβυρνοί, σε Πλούτ.· επίσης, Λιβυρνίς (ενν. ναῦς), -ίδος, , στον ίδ.