Αποτελέσματα για: "Λάκων"
Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
-
Λάκων[ᾰ], -ωνος, ὁ, I. κάτοικος της Λακωνικής ή Λακεδαιμόνιος (λέγεται για άνδρα), όπως Λάκαινα (λέγεται για γυναίκα), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ. II. ως επίθ., Λακωνικός, σε Ανθ.
-
Λᾰκωνίζω, I. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ. II. συμφωνώ με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το μέρος τους, συντάσσομαι στο πλευρό τους, σε Ξεν.
-
Λᾰκωνικός, -ή, -όν, I. αυτός που ανήκει στους Λάκωνες, αυτός που προέρχεται από αυτούς, σε Αριστοφ., κ.λπ. II. ως ουσ.: 1. ἡ Λακωνική (ενν. γῆ), Λακωνική γη, Λακωνία, σε Αριστοφ., κ.λπ. 2. Λακωνικαί (ενν. ἐμβάδες), αἱ, Λακωνικά πέδιλα, που φορούσαν οι άνδρες, στον ίδ. 3. τὸ Λακωνικόν, η πόλη-κράτος των Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ.
-
Λᾰκωνίς, -ίδος, ανώμ. θηλ. του Λακωνικός, σε Ομηρ. Ύμν.
-
Λᾰκωνισμός, ὁ (Λακωνίζω), I. μίμηση του τρόπου των Λακεδαιμονίων, ιδίως της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ. II. συμπάθεια προς τα πολιτικά συστήματα των Λακεδαιμονίων, Λακωνισμός, σε Ξεν.
-
Λᾰκωνιστής, -οῦ, ὁ (Λακωνίζω), I. αυτός που μιμείται τους Λακεδαιμονίους, σε Πλούτ. II. κάποιος που παίρνει το μέρος των Λακεδαιμονίων, που συντάσσεται με το συμφέρον τους, σε Ξεν.
-
Λᾰκωνο-μᾰνέω, μέλ. -ήσω (μαίνομαι), πάσχω από Λακωνομανία, σε Αριστοφ.