Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κῶς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Κῶς, Επικ. Κόως, , γεν. Κῶ, το νησί Κως, απέναντι από την Καρία, σε Όμηρ.· Κόωνδε, προς την Κω, σε Ομήρ. Ιλ.
κῶς, I. Ιων. αντί πῶς. II. εγκλιτ. κως, Ιων. αντί πως.