LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Κορύβας"
- Κορύβᾱς[ῠ], -αντος, ὁ, I. ιερέας της Κυβέλης στη Φρυγία, στον πληθ. Κορύβαντες, σε Ευρ. κ.λπ. II. ενθουσιασμός, σε Λουκ.