LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Κλωθώ"
- κλώθω, μέλ. κλώσω, γνέθω, αναστρέφω, περιστρέφω, στριφογυρίζω, σε Ηρόδ., Λουκ. — Παθ., τὰ κλωσθέντα, η μοίρα κάποιου, σε Πλάτ.
- Κλωθώ, -οῦς, ἡ, η Κλώθουσα, μια από τις τρεις Μοίρες η οποία περιέστεφε το νήμα της ζωής, σε Ησίοδ.· η Λάχεση ήταν υπεύθυνη για το παρελθόν, η Κλωθώ για το παρόν, η Άτροπος για το μέλλον, σε Πλάτ., Λουκ.