Αποτελέσματα για: "Κλειώ"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
κλείω (Α), μέλ. κλείσω, αόρ. αʹ ἔκλεισα — Παθ., μέλ. κλεισθήσομαι και κεκλείσομαι, αόρ. αʹ ἐκλείσθην, παρακ. κέκλειμαι ή κέκλασμαι· Ιων. κληΐω· αόρ. αʹ ἐκλήῑσα, Επικ. κλήῑσα, απαρ. κληῖσαι — Παθ., αόρ. αʹ ἀπ-εκληΐσθην· παρακ. κέκλῃμαι· Δωρ., μέλ. κλᾳξῶ, προστ. και μτχ. αορ. ἀποκλᾶξον, -κλάξας· I. 1. κλείνω, φράζω, εμποδίζω, κλειδώνω, κλήϊσεν δὲ θύρας, σφάλισε τις πόρτες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκλήϊσεν ὀχῆας, αμπάρωσε τους μοχλούς ώστε να κλείσει την πόρτα, στον ίδ.· κλῄειν στόμα, σε Ευρ. 2. φράζω, αποκλείω, μπλοκάρω, Βόσπορον κλῇσαι, σε Αισχύλ.· κλῄσειν τοὺς ἔσπλους ναυσί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι κλεισμένος, σε Ηρόδ. II. περιορίζω, σε Ευρ.
-
κλείω (Β), Επικ. αντί κλέω, γιορτάζω, εγκωμιάζω, λαμπρύνω.
-
Κλειώ, -οῦς, ἡ, η Κλειώ, μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το κλέω, κλείω, γιορτάζω).