Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Καρχηδονίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Καρχηδονίζω, μέλ. -ίσω, παίρνω το μέρος των Καρχηδονίων, σε Πλούτ.