Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κέρκωψ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Κέρκ-ωψ, -ωπος, (κέρκος1. οι Κέκροπες ήταν είδος μυθικών ανθρωποπιθήκων, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., άνθρωπος δόλιος, πανούργος, σε Αισχίν.