LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Κέκροψ"
- Κέκροψ, -οπος, ὁ, I. μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, σε Ηρόδ. II. 1. επίθ. Κεκρόπιος, -α, -ον, Κεκροπικός, Αθηναϊκός, πέτρα Κ., η Ακρόπολη, σε Ευρ.· (επίσης, απλώς Κεκροπία, ἡ, που χρησιμοποιείται για την ίδια την Αθήνα, στον ίδ.)· Κ. χθών, η Αττική, στον ίδ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οι Αθηναίοι, σε Ανθ. 2. θηλ. Κεκροπίς, όνομα φυλής, σε Αριστοφ. 3.Κεκροπίδαι, οἱ, οι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Ευρ.