Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δωριεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Δωριεύς, -έως, , Δωριέας, απόγονος του Δώρου· πληθ. Δωριεῖς, Αττ. -ῆς, οἱ, Δωριείς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.