LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Δωρίς"
- Δωρίς, -ίδος, ἡ, θηλ. επίθ.: 1. Δωρική, σε Ηρόδ., Θουκ.· από όπου, Δωρὶς νᾶσος, η Δωρική νήσος, δηλ. η Πελοπόννησος, σε Πίνδ., Σοφ. 2. (με ή χωρίς το γῆ), Δωρίδα, στη Βόρεια Ελλάδα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. Δ. κόρα, δεσποινίδα, κορίτσι, κοπέλα από τη Δωρίδα, σε Ευρ.
- Δωρίσδω, Δωρ. αντί Δωρίζω.
- Δωριστί[ῐ], επίρρ., σύμφωνα με το δωρικό τρόπο· ἡ Δ. ἁρμονία, Δωρικός τόνος ή μέτρο στη μουσική, σε Πλάτ. κ.λπ.