Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δημήτηρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Δημήτηρ, Δωρ., Αρκαδ. και Βοιωτ. Δαμάτηρ, Αιολ. Δωμάτηρ, γεν. -τερος και -τρος, , Δήμητρα, Λατ. Ceres, θεά της γεωργίας, μητέρα της Περσεφόνης, σε Όμηρ. (η προέλ. από δῆ = γῆ, έτσι ώστε Γη-μήτηρ, είναι απίθανη, βλ. δᾶ).