LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Δαρεῖος"
- Δᾱρεῖος, ὁ, Δαρείος, όνομα αρκετών βασιλιάδων της Περσίας· αποτελεί ελλ. τύπο του περσικού darâ, βασιλιάς· — επίσης, Δαρειαῖος, στον Ξεν.· Δαρῐάν, στον Αισχύλ.