Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γοργώ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Γοργώ, (γοργός), η Γοργώ, δηλ. η άγρια, η βλοσυρή (πρβλ. γοργός), σε Όμηρ. Ο Ησίοδ. αναφέρει τρεις Γοργόνες, την Ευρυάλη, τη Σθεινώ και τη Μέδουσα από τις οποίες, η τελευταία ήταν η κατεξοχήν Γοργώ· το φιδίσιο κεφάλι της απεικονίσθηκε πάνω στην αιγίδα της Αθηνάς, και όλοι όσοι την κοιτούσαν απολιθώνονταν, σε Ευρ.· ο ομαλός ενικ. είναι Γοργώ, γεν. Γοργοῦς, δοτ. Γοργοῖ· αργότερα, σχηματίστηκαν πτώσεις από μια υποτιθέμενη ονομ. Γοργών, ενν. γεν. Γοργόνος, δοτ. Γοργόνι· στον πληθ., οι τύποι Γοργόνες, αιτ. -ας, είναι οι μοναδικοί δόκιμοι.
γοργ-ωπός, -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, γοργώψ, -ῶπος, , , σε Ευρ.· θηλ. γοργῶπις, -ιδος, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.