Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γίγας"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Γίγας[ῐ], -αντος, , πληθ., δοτ. Γίγᾱσιν, Επικ. Γιγάντεσσιν (γῆ, γαῖα;I. κυρίως στον πληθ., Γίγαντες, οι Γίγαντες, μια άγρια φυλή που εξολοθρεύτηκε από τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.· παριστάνονται ως γιοι της Γης, σε Ησίοδ. II. ως επίθ., δυνατός, ισχυρός, Ζέφυρος γίγας, σε Αισχύλ.