LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Βόσπορος"
- Βόσ-πορος, ὁ, σημείο διάβασης των βοδιών, ονομασία αρκετών στενών, πορθμών, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο Θρακικός και ο Κιμμέριος, σε Ηρόδ.· επίσης, έτσι ονομάζεται και το στενό του Ελλησπόντου, σε Αισχύλ., Σοφ.