Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Βορέας"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Βορέας, -ου, , Ιων. Βορέης ή Βορῆς, -έω, Αττ. Βορρᾶς, -ᾶ, βόρειος άνεμος, Λατ. Aquilo, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς βορῆν ἄνεμον, προς την κατεύθυνση του Βορρά, σε Ηρόδ.· πρὸς βορέαν τινός, βόρεια ενός σημείου, σε Θουκ. (πιθ. από το ὄρος, Ϝόρος, άνεμος που έρχεται από τα βουνά).
Βορεάς, Ιων. Βορειάς, ποιητ. Βορηϊάς, -άδος, , κόρη του Βορέα, Βορεάδα, σε Σοφ.