LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Βοιωτάρχης"
- Βοιωτ-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), ένας από τους κορυφαίους άρχοντες στη Θήβα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· Βοιώταρχος, σε Ξεν.· από όπου Βοιωταρχέω, μέλ. -ήσω, είμαι Βοιωτάρχης, σε Θουκ.· και Βοιωταρχία, ἡ, το αξίωμα του Βοιωτάρχη, σε Πλούτ.