Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Αἶσα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Αἶσα, , I. όπως το Μοῖρα, η θεά του πεπρωμένου, Αυτή που αποδίδει στον καθένα ό,τι είναι προορισμένο γι' αυτόν, Λατ. Parca, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως προσηγ., 1. ο προορισμός, μοίρα, πεπρωμένο, «γραφτό», αυτό που έχει ορίσει ή προορίσει ο θεός· Διὸς αἴσῃ, ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, στο ίδ.· θεοῦ αἶσα, σε Ευρ.· κατ' αἶσαν, καταλλήλως, δεόντως, όπως πρέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κατ' αἶσαν, οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, στο ίδ. 2. το πεπρωμένο κάποιου, το μερίδιο της τύχης του, η μοίρα του, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. το μερίδιο κάποιου σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ληΐδος αἶσα, στο ίδ. κ.λπ.