LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Αἰθίοψ"
- Αἰθίοψ, -οπος, ὁ, Επικ. πληθ. Αἰθιοπῆες, θηλ. Αἰθιοπίς, -ίδος (αἴθω, ὄψ)· I. κυρίως, αυτός που έχει πρόσωπο που έχει καεί, δηλ. Αιθίοπας, νέγρος, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. επίθ., Αιθιοπικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Αἰθιοπικός, -ή, -όν και ως ουσ. Αἰθιοπία, ἡ, στον ίδ. 2. με κυριολεκτική σημασία, ηλιοκαμμένος, σε Ανθ.