Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅλος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ὀλός, , = θόλος, λάσπη, θολό υγρό, σε Ανθ.
ὅλος, Ιων. οὖλος, , -ον, I. 1. ολόκληρος, εντελής, ακέραιος, πλήρης, Λατ. integer, οὖλος ἄρτος, ολόκληρο καρβέλι ψωμί, σε Ομήρ. Οδ.· ὅλην πόλιν, το σύνολο μιας πόλης, η πόλη σαν σύνολο, σε Πλάτ.· με άρθρο μπορεί είτε να προηγείται είτε να ακολουθεί του ουσ., τῆς ἡμέρας ὅλης, καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, δι' ὅλης τῆς νυκτός, καθ' όλο το διάστημα της νύχτας, σε Ξεν. κ.λπ. 2. ακέραιος, σώος και αβλαβής, σε Πλάτ. 3. εντελής, πλήρης, ὅλον ἁμάρτημα, καθολικό σφάλμα, σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα, ὅλος εἶναι πρός τινι, Λατ. totus in illis, σε Δημ. 4. ουδ. ως επίρρ., ὅλον ή τὸ ὅλον, ολοσχερώς, πλήρως, εντελώς, σε Πλάτ.· ὅλῳ καὶ παντί, στον ίδ. κ.λπ.· τῷ ὅλῳ καὶ παντί, στον ίδ.· συνεπώς, κατὰ ὅλον, συνολικά, γενικά, στον ίδ.· δι' ὅλου, καθ' ὅλου (βλ. διόλου, καθόλου). II. 1. ως ουσ., τὸ ὅλον, το σύμπαν, σε Πλάτ. 2. τὰ ὅλα, το σύνολο όσων διαθέτει κάποιος, σε Δημ.· τοῖς ὅλοις = ὅλως, συνολικά, Φίλιππ. παρά Δημ. III. 1. επίρρ. ὅλως, πλήρως, συνολικά, εντελώς, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. συνολικά, μιλώντας γενικά, εν συντομία, με μια λέξη, εν ολίγοις, όπως το ἑνὶ λόγῳ, Λατ. denique, σε Δημ. 3. συχνά με αρνητ. μόριο, οὐχ ὅλως, καθόλου, σε καμία περίπτωση, ουδόλως, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.