LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πεπαίνω"
- πεπαίνω, αόρ. αʹ ἐπέπᾱνα· Παθ., μέλ. πεπανθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεπάνθην· (πέπων)· 1. ωριμάζω, κάνω κάτι ώριμο, μεστώνω, σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν τὰς ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσι ἤδη, δηλ. εάν τα σταφύλια ωριμάσουν, σε Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι ώριμος, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., κατευνάζω, καταπραΰνω την οργή, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, ἢν πεπανθῇς, σε Ευρ.