Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μυθέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῡθέομαι (μῦθοςΕπικ. βʹ ενικ. μυθεῖαι (αντί μυθέεαι) και μύθεαι· Ιων. γʹ πληθ. παρατ. μυθέσκοντο, μέλ. μυθήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ μυθήσατο· I. αποθ., λέω, μιλώ, αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. και απαρ., λέω ότι, στον ίδ.· με απαρ. μόνο, διατάζω, σε Αισχύλ.· με αιτ., εξιστορώ, ανακεφαλαιώνω, σε Όμηρ.· επίσης, μιλώ για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., λέω, μιλώ, εκφέρω, σε Όμηρ.· πόλινμυθοῦμαι πολύχρυσον, μιλώ για την πόλη την τόσο πλούσια σε χρυσάφι, σε Ομήρ. Ιλ. II. μιλώ με τον εαυτό μου, εξετάζω, σκέφτομαι, σε Όμηρ.