LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διέπω"
- δι-έπω, μέλ. -ψω, διευθύνω, τακτοποιώ, ρυθμίζω ένα ζήτημα, κυβερνώ, κανονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· δ. τὰ πρήγματα, σε Ηρόδ.