Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.21.8-2.22.5)

[2.21.8] Οἱ δὲ Τύριοι πάντῃ ἄποροι γιγνόμενοι ἔγνωσαν ἐπίπλουν ποιήσασθαι ταῖς Κυπρίαις ναυσίν, αἳ κατὰ τὸν λιμένα ἐφώρμουν τὸν ἐς Σιδῶνα τετραμμένον· ἐκ πολλοῦ δὴ καταπετάσαντες τὸ στόμα τοῦ λιμένος ἱστίοις, τοῦ μὴ καταφανῆ γενέσθαι τῶν τριήρων τὴν πλήρωσιν, ἀμφὶ μέσον ἡμέρας, ὁπότε οἵ τε ναῦται ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα ἐσκεδασμένοι ἦσαν καὶ Ἀλέξανδρος ἐν τούτῳ μάλιστα ἀπὸ τοῦ ἐπὶ θάτερα τῆς πόλεως ναυτικοῦ ἐπὶ τὴν σκηνὴν ἀπεχώρει, [2.21.9] πληρώσαντες πεντήρεις μὲν τρεῖς καὶ τετρήρεις ἴσας, τριήρεις δὲ ἑπτὰ ὡς ἀκριβεστάτοις τε τοῖς πληρώμασι καὶ τοῖς ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων μάχεσθαι μέλλουσιν εὐοπλοτάτοις καὶ ἅμα εὐθαρσεστάτοις ἐς τοὺς ναυτικοὺς ἀγῶνας, τὰ μὲν πρῶτα ἀτρέμα τῇ εἰρεσίᾳ ἐπὶ μιᾶς νεὼς ἐξέπλεον ἄνευ κελευστῶν τὰς κώπας παραφέροντες· ὡς δὲ ἐπέστρεφον ἤδη ἐπὶ τοὺς Κυπρίους καὶ ἐγγὺς τοῦ καθορᾶσθαι ἦσαν, τότε δὴ ξὺν βοῇ τε πολλῇ καὶ ἐγκελευσμῷ ἐς ἀλλήλους καὶ ἅμα τῇ εἰρεσίᾳ ξυντόνῳ ἐπεφέροντο.
[2.22.1] Ξυνέβη δὲ ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ Ἀλέξανδρον ἀποχωρῆσαι μὲν ἐπὶ τὴν σκηνήν, οὐ διατρίψαντα δὲ κατὰ τὸ εἰωθὸς δι᾽ ὀλίγου ἐπὶ τὰς ναῦς ἐπανελθεῖν. [2.22.2] οἱ δὲ Τύριοι προσπεσόντες ἀπροσδοκήτως ταῖς ναυσὶν ὁρμούσαις καὶ ταῖς μὲν πάντῃ κεναῖς ἐπιτυχόντες, τῶν δ᾽ ὑπ᾽ αὐτὴν τὴν βοὴν καὶ τὸν ἐπίπλουν χαλεπῶς ἐκ τῶν παρόντων πληρουμένων, τήν τε Πνυταγόρου τοῦ βασιλέως πεντήρη εὐθὺς ὑπὸ τῇ πρώτῃ ἐμβολῇ κατέδυσαν καὶ τὴν Ἀνδροκλέους τοῦ Ἀμαθουσίου καὶ τὴν Πασικράτους τοῦ Κουριέως, τὰς δὲ ἄλλας ἐς τὸν αἰγιαλὸν ἐξωθοῦντες ἔκοπτον.
[2.22.3] Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ᾔσθετο τὸν ἔκπλουν τῶν Τυρίων τριήρων, τὰς μὲν πολλὰς τῶν ξὺν αὐτῷ νεῶν, ὅπως ἑκάστη πληρωθείη, ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος ἀνακωχεύειν ἔταξεν, ὡς μὴ καὶ ἄλλαι ἐκπλεύσειαν τῶν Τυρίων νῆες· αὐτὸς δὲ πεντήρεις τε τὰς ξὺν αὐτῷ ἀναλαβὼν καὶ τῶν τριήρων ἐς πέντε μάλιστα, ὅσαι ἔφθησαν αὐτῷ κατὰ τάχος πληρωθεῖσαι, περιέπλει τὴν πόλιν ὡς ἐπὶ τοὺς ἐκπεπλευκότας τῶν Τυρίων. [2.22.4] οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ τείχους, τόν τε ἐπίπλουν τῶν πολεμίων κατιδόντες καὶ Ἀλέξανδρον αὐτὸν ἐπὶ τῶν νεῶν, βοῇ τε ἐπανάγειν ἐνεκελεύοντο τοῖς ἐκ τῶν σφετέρων νεῶν καὶ ὡς οὐκ ἐξακουστὸν ἦν ὑπὸ θορύβου ξυνεχομένων ἐν τῷ ἔργῳ, σημείοις ἄλλοις καὶ ἄλλοις ἐπεκάλουν ἐς τὴν ἀναχώρησιν. οἱ δὲ ὀψέ ποτε αἰσθόμενοι τὸν ἐπίπλουν τῶν ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον ὑποστρέψαντες ἐς τὸν λιμένα ἔφευγον. [2.22.5] καὶ ὀλίγαι μὲν τῶν νεῶν φθάνουσιν ὑπεκφυγοῦσαι, ταῖς δὲ πλείοσιν ἐμβαλοῦσαι αἱ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ τὰς μὲν αὐτῶν ἄπλους ἐποίησαν, πεντήρης δέ τις καὶ τετρήρης αὐτῶν ἐπ᾽ αὐτῷ τῷ στόματι τοῦ λιμένος ἐλήφθησαν. φόνος δὲ τῶν ἐπιβατῶν οὐ πολὺς ἐγένετο. ὡς γὰρ ᾔσθοντο ἐχομένας τὰς ναῦς ἀπενήξαντο οὐ χαλεπῶς ἐς τὸν λιμένα.

[2.21.8] Επειδή όμως οι Τύριοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, αποφάσισαν να επιχειρήσουν επίθεση εναντίον των κυπριακών πλοίων, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι που βλέπει προς τη Σιδώνα· κάλυψαν λοιπόν για πολύ χρόνο την είσοδο του λιμανιού με καραβόπανα, ώστε να μη φαίνεται η επάνδρωση των πολεμικών πλοίων τους· κατά το μεσημέρι, όταν και οι ναύτες είχαν διασκορπιστεί για τα αναγκαία και ο Αλέξανδρος μόλις είχε αποχωρήσει από τον στόλο του, που ήταν στο άλλο μέρος της πόλεως, για τη σκηνή του, [2.21.9] αφού τοποθέτησαν σε τρεις πεντήρεις, σε άλλες τόσες τετρήρεις και σε επτά τριήρεις τους ικανότερους κωπηλάτες που είχαν καθώς και τους καλύτερα οπλισμένους στρατιώτες τους, που θα πολεμούσαν από τα καταστρώματα και ήταν οι πιο θαρραλέοι για ναυτικούς αγώνες, άρχισαν να βγαίνουν από το λιμάνι, στην αρχή με σιγανή κωπηλασία, έχοντας το ένα πλοίο τους πίσω από το άλλο και κωπηλατώντας χωρίς παραγγέλματα κελευστών· μόλις όμως στράφηκαν προς τα κυπριακά πλοία και έφτασαν σε απόσταση που θα γίνονταν αντιληπτοί, τότε όρμησαν εναντίον τους με δυνατές κραυγές, παρακινώντας ο ένας τον άλλο και συγχρόνως κωπηλατώντας συντονισμένα.
[2.22.1] Έτυχε εκείνη την ημέρα ο Αλέξανδρος να αποχωρήσει στη σκηνή του και να μην παραμείνει σε αυτήν για πολύ, όπως συνήθιζε, αλλά να επιστρέψει σύντομα στα πλοία του. [2.22.2] Στο μεταξύ οι Τύριοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στα αγκυροβολημένα πλοία και, επειδή άλλα από αυτά τα βρήκαν εντελώς άδεια και άλλα, εξαιτίας του θορύβου και της επιθέσεως, να επανδρώνονται με δυσκολία με όσους άνδρες βρέθηκαν εκεί, καταβύθισαν αμέσως, με την πρώτη έφοδο, την πεντήρη του βασιλιά Πνυταγόρα καθώς και τα πλοία του Ανδροκλή από την Αμαθούντα και του Πασικράτη από το Κούριο, ενώ τα υπόλοιπα τα απώθησαν προς την παραλία και τα τσάκισαν με τα έμβολά τους.
[2.22.3] Μόλις όμως πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος την έξοδο των πολεμικών πλοίων της Τύρου, διέταξε τα περισσότερα πλοία του να σταματήσουν, μόλις επανδρωθούν, μπροστά στην είσοδο του λιμανιού, ώστε να μην βγουν από το λιμάνι και άλλα πλοία των Τυρίων. Ο ίδιος πήρε μαζί τους όσες πεντήρεις είχε και πέντε περίπου τριήρεις, που πρόλαβαν γρήγορα να επανδρωθούν, και έπλευσε γύρω από την πόλη, με σκοπό να επιτεθεί εναντίον των Τυρίων που είχαν βγει έξω από το λιμάνι. [2.22.4] Όταν όμως παρατήρησαν οι Τύριοι, που ήταν στο τείχος, την εχθρική επίθεση και τον ίδιο τον Αλέξανδρο επάνω στα πλοία, άρχισαν με δυνατές φωνές να παρακινούν τους συμπατριώτες τους, που βρίσκονταν στα πλοία, να τα οδηγήσουν πίσω στο λιμάνι· και επειδή οι φωνές τους δεν ακούονταν από τον θόρυβο και την απασχόληση των πληρωμάτων στα πλοία, μεταχειρίστηκαν διάφορα σήματα για να τους κάμουν να αποχωρήσουν. Όταν ύστερα από ώρα αντιλήφθηκαν την επίθεση των πλοίων του Αλεξάνδρου, έστρεψαν τις πλώρες τους προς το λιμάνι και άρχισαν να φεύγουν. [2.22.5] Λίγα από τα πλοία τους πρόλαβαν να διαφύγουν· στα περισσότερα όμως εφόρμησαν τα πλοία του Αλεξάνδρου, αχρήστεψαν μερικά από αυτά και συνέλαβαν στην είσοδο ακριβώς του λιμανιού μια πεντήρη και μια τετρήρη τους. Παρ᾽ όλα αυτά δεν έγινε μεγάλη σφαγή των πληρωμάτων, γιατί οι Τύριοι, μόλις κατάλαβαν ότι κυριεύτηκαν τα πλοία τους, κολύμπησαν εύκολα προς το λιμάνι.