Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.1.1-5.2.4)

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ


[5.1.1] Ἐν δὲ τῇ χώρᾳ ταύτῃ, ἥντινα μεταξὺ τοῦ τε Κωφῆνος καὶ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ ἐπῆλθεν Ἀλέξανδρος, καὶ Νῦσαν πόλιν ᾠκίσθαι λέγουσι· τὸ δὲ κτίσμα εἶναι Διονύσου· Διόνυσον δὲ κτίσαι τὴν Νῦσαν ἐπεί τε Ἰνδοὺς ἐχειρώσατο, ὅστις δὴ οὗτος ὁ Διόνυσος καὶ ὁπότε ἢ ὅθεν ἐπ᾽ Ἰνδοὺς ἐστράτευσεν· [5.1.2] οὐ γὰρ ἔχω συμβαλεῖν εἰ ὁ Θηβαῖος Διόνυσος [ὃς] ἐκ Θηβῶν ἢ ἐκ Τμώλου τοῦ Λυδίου ὁρμηθεὶς ἐπὶ Ἰνδοὺς ἧκε στρατιὰν ἄγων, τοσαῦτα μὲν ἔθνη μάχιμα καὶ ἄγνωστα τοῖς τότε Ἕλλησιν ἐπελθών, οὐδὲν δὲ αὐτῶν ἄλλο ὅτι μὴ τὸ Ἰνδῶν βίᾳ χειρωσάμενος· πλήν γε δὴ ὅτι οὐκ ἀκριβῆ ἐξεταστὴν χρὴ εἶναι τῶν ὑπὲρ τοῦ θείου ἐκ παλαιοῦ μεμυθευμένων. τὰ γάρ τοι κατὰ τὸ εἰκὸς ξυντιθέντι οὐ πιστά, ἐπειδὰν τὸ θεῖόν τις προσθῇ τῷ λόγῳ, οὐ πάντῃ ἄπιστα φαίνεται.
[5.1.3] Ὡς δὲ ἐπέβη τῇ Νύσῃ Ἀλέξανδρος, ἐκπέμπουσι παρ᾽ αὐτὸν οἱ Νυσαῖοι τὸν κρατιστεύοντα σφῶν, ὄνομα δὲ ἦν αὐτῷ Ἄκουφις, καὶ ξὺν αὐτῷ πρέσβεις τῶν δοκιμωτάτων τριάκοντα, δεησομένους Ἀλεξάνδρου ἀφεῖναι τῷ θεῷ τὴν πόλιν. [5.1.4] παρελθεῖν τε δὴ ἐς τὴν σκηνὴν τὴν Ἀλεξάνδρου τοὺς πρέσβεις καὶ καταλαβεῖν καθήμενον κεκονιμένον ἔτι ἐκ τῆς ὁδοῦ ξὺν τοῖς ὅπλοις τοῖς τε ἄλλοις καὶ τὸ κράνος [αὐτῷ] περικείμενον καὶ τὸ δόρυ ἔχοντα· θαμβῆσαί τε ἰδόντας τὴν ὄψιν καὶ πεσόντας ἐς γῆν ἐπὶ πολὺ σιγὴν ἔχειν. ὡς δὲ ἐξανέστησέ τε αὐτοὺς Ἀλέξανδρος καὶ θαρρεῖν ἐκέλευσε, τότε δὴ τὸν Ἄκουφιν ἀρξάμενον λέγειν ὧδε.
[5.1.5] Ὦ βασιλεῦ, δέονταί σου Νυσαῖοι ἐᾶσαι σφᾶς ἐλευθέρους τε καὶ αὐτονόμους αἰδοῖ τοῦ Διονύσου. Διόνυσος γὰρ ἐπειδὴ χειρωσάμενος τὸ Ἰνδῶν ἔθνος ἐπὶ θάλασσαν ὀπίσω κατῄει τὴν Ἑλληνικήν, ἐκ τῶν ἀπομάχων στρατιωτῶν, οἳ δὴ αὐτῷ καὶ βάκχοι ἦσαν, κτίζει τὴν πόλιν τήνδε μνημόσυνον τῆς αὑτοῦ πλάνης τε καὶ νίκης τοῖς ἔπειτα ἐσόμενον, καθάπερ οὖν καὶ σὺ αὐτὸς Ἀλεξάνδρειάν τε ἔκτισας τὴν πρὸς Καυκάσῳ ὄρει καὶ ἄλλην Ἀλεξάνδρειαν ἐν τῇ Αἰγυπτίων γῇ, καὶ ἄλλας πολλὰς τὰς μὲν ἔκτικας ἤδη, τὰς δὲ καὶ κτίσεις ἀνὰ χρόνον, οἷα δὴ πλείονα Διονύσου ἔργα ἀποδειξάμενος. [5.1.6] Νῦσάν τε οὖν ἐκάλεσε τὴν πόλιν Διόνυσος ἐπὶ τῆς τροφοῦ τῆς Νύσης καὶ τὴν χώραν Νυσαίαν· τὸ δὲ ὄρος ὅ τι περ πλησίον ἐστὶ τῆς πόλεως καὶ τοῦτο Μηρὸν ἐπωνόμασε Διόνυσος, ὅτι δὴ κατὰ τὸν μῦθον ἐν μηρῷ τῷ τοῦ Διὸς ηὐξήθη. καὶ ἐκ τούτου ἐλευθέραν τε οἰκοῦμεν τὴν Νῦσαν καὶ αὐτοὶ αὐτόνομοι καὶ ἐν κόσμῳ πολιτεύοντες· τῆς δὲ ἐκ Διονύσου οἰκίσεως καὶ τόδε σοι γενέσθω τεκμήριον· κιττὸς γὰρ οὐκ ἄλλῃ τῆς Ἰνδῶν γῆς φυόμενος παρ᾽ ἡμῖν φύεται.
[5.2.1] Καὶ ταῦτα πάντα Ἀλεξάνδρῳ πρὸς θυμοῦ ἐγίγνετο ἀκούειν καὶ ἤθελε πιστὰ εἶναι τὰ ὑπὲρ τοῦ Διονύσου τῆς πλάνης μυθευόμενα· καὶ κτίσμα εἶναι Διονύσου τὴν Νῦσαν ἤθελεν, ὡς ἤδη τε ἥκειν αὐτὸς ἔνθα ἦλθε Διόνυσος καὶ ἐπέκεινα ‹ἂν› ἐλθεῖν Διονύσου· οὐδ᾽ ἂν Μακεδόνας τὸ πρόσω ἀπαξιῶσαι συμπονεῖν οἱ ἔτι κατὰ ζῆλον τῶν Διονύσου ἔργων. [5.2.2] καὶ δίδωσιν ἐλευθέρους τε εἶναι τοὺς οἰκήτορας τῆς Νύσης καὶ αὐτονόμους. ὡς δὲ καὶ τοὺς νόμους ἐπύθετο αὐτῶν καὶ ὅτι πρὸς τῶν ἀρίστων τὸ πολίτευμα ἔχεται, ταῦτά τε ἐπῄνεσε καὶ ἠξίωσε τῶν τε ἱππέων οἱ ξυμπέμψαι ἐς τριακοσίους καὶ τῶν προεστώτων τοῦ πολιτεύματος, ἦσαν δὲ καὶ αὐτοὶ τριακόσιοι, ἑκατὸν τοὺς ἀρίστους ἐπιλεξαμένους· Ἄκουφιν δὲ εἶναι τὸν ἐπιλεγόμενον, ὅντινα καὶ ὕπαρχον τῆς χώρας τῆς Νυσαίας κατέστησεν αὐτός. [5.2.3] τὸν δὲ Ἄκουφιν ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ· καὶ Ἀλέξανδρον ἐρέσθαι ἐφ᾽ ὅτῳ ἐγέλασεν· ὑποκρίνασθαι δ᾽ Ἄκουφιν· καὶ πῶς ἄν, ὦ βασιλεῦ, μία πόλις ἑκατὸν ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἐρημωθεῖσα ἔτι καλῶς πολιτεύοιτο; ἀλλὰ σύ, εἴ σοι μέλει Νυσαίων, τοὺς ἱππέας μὲν ἄγεσθαι τοὺς τριακοσίους καὶ εἰ βούλει ἔτι τούτων πλείονας, ἀντὶ δὲ τῶν ἑκατόν, οὕστινας τοὺς ἀρίστους ἐπιλέξαι σὺ κελεύεις, διπλασίους τῶν ἄλλων τῶν κακῶν ἄγεσθαι, ἵ‹να› σοι καὶ αὖθις ἀφικομένῳ δεῦρο ἐν τῷ αὐτῷ τούτῳ κόσμῳ φανείη ἡ πόλις. [5.2.4] ταῦτα λέγοντα, λέγειν γὰρ δόξαι φρόνιμα, πεῖσαι Ἀλέξανδρον. καὶ τοὺς μὲν ἱππέας ξυμπέμπειν οἱ ἐκέλευσε, τοὺς δὲ ἑκατὸν τοὺς ἐπιλέκτους μηκέτι αἰτῆσαι, ἀλλὰ μηδὲ ἀντ᾽ αὐτῶν ἄλλους· τὸν δὲ παῖδα ἄρα τοῦ Ἀκούφιος καὶ τῆς θυγατρὸς τὸν παῖδα ξυμπέμψαι αὐτῷ Ἄκουφιν.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ


[5.1.1] Στη χώρα αυτή που υπέταξε ο Αλέξανδρος και βρισκόταν ανάμεσα στον Κωφήνα και τον Ινδό ποταμό είχε ιδρυθεί, όπως λένε, και η πόλη Νύσα, κτίσμα του Διονύσου· την έχτισε, όταν υπέταξε τους Ινδούς, όποιος βέβαια και αν ήταν αυτός ο Διόνυσος και όποτε ή από όποιο μέρος και αν εξεστράτευσε κατά των Ινδών. [5.1.2] Γιατί δεν μπορώ να καταλήξω αν αυτός είναι ο Θηβαίος Διόνυσος, ο οποίος ξεκινώντας από τη Θήβα ή από τον Τμώλο της Λυδίας έφθασε εδώ οδηγώντας τον στρατό του εναντίον των Ινδών, υπέταξε τόσο σημαντικά πολεμικά έθνη, άγνωστα στους τότε Έλληνες, αλλά δεν κατέκτησε στρατιωτικά κανένα άλλο από αυτά εκτός από τους Ινδούς. Δεν πρέπει όμως να είναι κανείς βέβαια αυστηρός κριτής σε αυτά που αναφέρουν οι αρχαίοι μύθοι για τους θεούς. Γιατί όσα δεν είναι πιστευτά, αν τα κρίνεις σύμφωνα μόνο με την ευλογοφάνειά τους, δεν φαίνονται τελείως απίστευτα αν προσθέσεις στη λογική και το θείο στοιχείο.
[5.1.3] Όταν ο Αλέξανδρος πλησίασε στη Νύσα, οι Νυσαίοι απέστειλαν προς αυτόν τον επιφανέστερο άνδρα τους, που ονομαζόταν Άκουφης, και τριάντα πρέσβεις μαζί με αυτόν από τους διαπρεπέστερους συμπολίτες τους, για να παρακαλέσουν τον Αλέξανδρο να αφήσει την πόλη τους για χάρη του θεού. [5.1.4] Οι πρέσβεις μπήκαν στη σκηνή του Αλεξάνδρου και τον βρήκαν να κάθεται σκονισμένος ακόμη από τον δρόμο, να φορεί μαζί με όλα τα άλλα όπλα και το κράνος και να κρατεί το δόρυ του. Ξαφνιασμένοι από το θέαμα, έπεσαν στη γη και έμειναν για πολλή ώρα σιωπηλοί. Όταν τους σήκωσε ο Αλέξανδρος και τους συνέστησε να έχουν θάρρος, τότε ακριβώς άρχισε ο Άκουφης να λέει τα εξής:
[5.1.5] «Βασιλιά μου, οι Νυσαίοι σε παρακαλούν να δείξεις σεβασμό προς τον Διόνυσο και να τους αφήσεις ελεύθερους και ανεξάρτητους. Γιατί ο Διόνυσος, αφού υπέταξε το ινδικό έθνος και επέστρεψε πίσω στην Ελληνική θάλασσα, ίδρυσε αυτήν εδώ την πόλη από τους απόμαχους στρατιώτες του που συγχρόνως ήταν και βάκχοι του, για να θυμίζει στους μεταγενέστερους τις περιπλανήσεις και αυτή τη νίκη του, όπως ακριβώς και συ ίδρυσες Αλεξάνδρεια κοντά στο όρος Καύκασο και άλλη Αλεξάνδρεια στη γη των Αιγυπτίων, καθώς και πολλές άλλες που έχεις ήδη χτίσει και άλλες που θα χτίσεις με την πάροδο του χρόνου παρέχοντας έτσι απόδειξη περισσοτέρων κατορθωμάτων από τον Διόνυσο.
[5.1.6] Ο Διόνυσος, λοιπόν, ονόμασε την πόλη μας Νύσα από το όνομα της τροφού του Νύσας και την περιοχή μας Νυσαία, ενώ το βουνό που είναι κοντά στην πόλη μας το επονόμασε Μηρό, επειδή, σύμφωνα βέβαια με τον μύθο, μεγάλωσε μέσα στον μηρό του Δία. Από τότε κατοικούμε τη Νύσα ελεύθερη και είμαστε οι ίδιοι ανεξάρτητοι και διοικούμε με ευπρέπεια την πόλη μας. Και απόδειξη για σένα της ίδρυσής της από τον Διόνυσο ας είναι και το εξής, ότι ο κισσός, αν και δεν φυτρώνει σε καμιά άλλη περιοχή της ινδικής γης, φυτρώνει όμως στη δική μας».
[5.2.1] Ο Αλέξανδρος άκουε όλα αυτά με ευχαρίστηση και ήθελε να είναι πιστευτοί οι μύθοι οι σχετικοί με την περιπλάνηση του Διονύσου. Ήθελε επίσης να είναι η Νύσα κτίσμα του Διονύσου, επειδή ο ίδιος είχε ήδη φθάσει εκεί όπου έφθασε ο Διόνυσος και μπορούσε να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα και από τον Διόνυσο. Νόμιζε ότι ούτε και οι Μακεδόνες θα αρνούνταν να υποστούν μαζί του και στο μέλλον άλλες ταλαιπωρίες ανταγωνιζόμενοι τα κατορθώματα του Διονύσου. [5.2.2] Και επέτρεψε στους κατοίκους της Νύσας να είναι ελεύθεροι και αυτόνομοι. Όταν ενημερώθηκε σχετικά με τους νόμους τους και έμαθε ότι το πολίτευμά τους ήταν αριστοκρατικό, επαίνεσε όλα αυτά και αξίωσε να του στείλουν αμέσως τριακόσιους περίπου ιππείς και από τους άρχοντες της κυβέρνησής τους, που ήταν και αυτοί τριακόσιοι, τους εκατό καλύτερους με επιλογή. Όρισε τον Άκουφη για να τους επιλέξει και τον διόρισε ύπαρχο για την περιοχή της Νύσας. [5.2.3] Λένε ότι χαμογέλασε ο Άκουφης, όταν άκουσε τους λόγους του Αλεξάνδρου, και ότι τον ρώτησε ο Αλέξανδρος, γιατί γέλασε. Και ο Άκουφης απάντησε «πώς είναι δυνατό, βασιλιά μου, να διοικείται καλά μια πόλη που στερήθηκε εκατό αξίων ανδρών της; Αλλά εσύ, αν ενδιαφέρεσαι για τους Νυσαίους, πάρε τους τριακόσιους ιππείς και ακόμη πιο πολλούς από αυτούς, αν θέλεις. Αντί όμως για τους εκατό άριστους πολίτες που με διατάζεις να επιλέξω, πάρε μαζί σου διπλάσιους από τους άλλους, τους κακούς. Έτσι, όταν θα ξανάρθεις εδώ, η πόλη μας θα σου φανεί πάλι ότι είναι στην ίδια καλή κατάσταση». [5.2.4] Επειδή αυτά που είπε φάνηκαν συνετά, πείσθηκε ο Αλέξανδρος και τον διέταξε να του στείλει τους ιππείς, ενώ δεν του ζήτησε πλέον τους εκατό επίλεκτους πολίτες, αλλά ούτε και άλλους στη θέση τους. Διέταξε όμως τον Άκουφη να του στείλει ακόμη τον γιο του και τον γιο της κόρης του.