Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.22.6-2.23.6)

[2.22.6] Ὡς δὲ οὐδεμία ἔτι τοῖς Τυρίοις ἐκ τῶν νεῶν ὠφέλεια ἦν, ἐπῆγον ἤδη οἱ Μακεδόνες τὰς μηχανὰς τῷ τείχει αὐτῶν. κατὰ μὲν δὴ τὸ χῶμα προσαγόμεναι διὰ ἰσχὺν τοῦ τείχους οὐδὲν ἤνυον ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον, οἱ δὲ κατὰ τὸ πρὸς Σιδῶνα τετραμμένον τῆς πόλεως τῶν νεῶν τινας τῶν μηχανοφόρων προσῆγον. [2.22.7] ὡς δὲ οὐδὲ ταύτῃ ἤνυεν, ἐς τὸ πρὸς νότον αὖ ἄνεμον καὶ πρὸς Αἴγυπτον ἀνέχον τεῖχος μετῄει πάντῃ ἀποπειρώμενος τοῦ ἔργου. καὶ ἐνταῦθα πρῶτον κατεσείσθη τε τὸ τεῖχος ἐπὶ μέγα καί τι καὶ κατηρίφθη αὐτοῦ παραρραγέν. τότε μὲν δὴ ὅσον ἐπιβαλὼν γεφύρας ᾗ ἐρήριπτο τοῦ τείχους ἀπεπειράθη ἐς ὀλίγον τῆς προσβολῆς· καὶ οἱ Τύριοι οὐ χαλεπῶς ἀπεκρούσαντο τοὺς Μακεδόνας.
[2.23.1] Τρίτῃ δὲ ἀπὸ ταύτης ἡμέρᾳ νηνεμίαν τε φυλάξας καὶ παρακαλέσας τοὺς ἡγεμόνας τῶν τάξεων ἐς τὸ ἔργον ἐπῆγε τῇ πόλει ἐπὶ τῶν νεῶν τὰς μηχανάς. καὶ πρῶτα μὲν κατέσεισε τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα, ὡς δὲ ἀποχρῶν εἰς πλάτος ἐφάνη τὸ παρερρηγμένον, τὰς μὲν μηχανοφόρους ναῦς ἐπανάγειν ἐκέλευσεν· [2.23.2] ὁ δὲ δύο ἄλλας ἐπῆγεν, αἳ τὰς γεφύρας αὐτῷ ἔφερον, ἃς δὴ ἐπιβάλλειν ἐπενόει τῷ κατερρηγμένῳ τοῦ τείχους. καὶ τὴν μὲν μίαν τῶν νεῶν οἱ ὑπασπισταὶ ἔλαβον, ᾗ ἐπετέτακτο Ἄδμητος, τὴν ἑτέραν δὲ ἡ Κοίνου τάξις οἱ πεζέταιροι καλούμενοι, καὶ αὐτὸς ξὺν τοῖς ὑπασπισταῖς ἐπιβήσεσθαι τοῦ τείχους ᾗ παρείκοι ἔμελλεν. [2.23.3] τὰς τριήρεις δὲ τὰς μὲν ἐπιπλεῖν κατὰ τοὺς λιμένας ἀμφοτέρους ἐκέλευσεν, εἴ πως πρὸς σφᾶς τετραμμένων τῶν Τυρίων βιάσαιντο τὸν ἔσπλουν· ὅσαι δὲ αὐτῶν βέλη ἀπὸ μηχανῶν βαλλόμενα εἶχον ἢ ὅσαι τοξότας ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων ἔφερον, ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν τε ὅπῃ παρείκοι καὶ ἀνακωχεύειν ἐντὸς βέλους, ἔστε τὸ ἐποκεῖλαι ἄπορον γίγνοιτο, ὡς πανταχόθεν βαλλομένους τοὺς Τυρίους ἐν τῷ δεινῷ ἀμφιβόλους γίγνεσθαι.
[2.23.4] Ὡς δὲ αἵ τε νῆες αἱ σὺν Ἀλεξάνδρῳ προσέσχον τῇ πόλει καὶ αἱ γέφυραι ἐπεβλήθησαν τῷ τείχει ἀπ᾽ αὐτῶν, ἐνταῦθα οἱ ὑπασπισταὶ εὐρώστως κατὰ ταύτας ἀνέβαινον ἐπὶ τὸ τεῖχος. ὅ τε γὰρ Ἄδμητος ἀνὴρ ἀγαθὸς ἐν τῷ τότε ἐγένετο καὶ ἅμα Ἀλέξανδρος εἵπετο αὐτοῖς, τοῦ τε ἔργου αὐτοῦ καρτερῶς ἁπτόμενος καὶ θεατὴς τῶν ἄλλων ὅτῳ τι λαμπρὸν κατ᾽ ἀρετὴν ἐν τῷ κινδύνῳ ἐτολμᾶτο. [2.23.5] καὶ ταύτῃ πρῶτον ᾗ ἐπετέτακτο Ἀλέξανδρος ἐλήφθη τὸ τεῖχος, οὐ χαλεπῶς ἀποκρουσθέντων ἀπ᾽ αὐτοῦ τῶν Τυρίων, ἐπειδὴ πρῶτον βεβαίῳ τε καὶ ἅμα οὐ πάντῃ ἀποτόμῳ τῇ προσβάσει ἐχρήσαντο οἱ Μακεδόνες. καὶ Ἄδμητος μὲν πρῶτος ἐπιβὰς τοῦ τείχους καὶ τοῖς ἀμφ᾽ αὑτὸν ἐγκελευόμενος ἐπιβαίνειν βληθεὶς λόγχῃ ἀποθνήσκει αὐτοῦ· [2.23.6] ἐπὶ δὲ αὐτῷ Ἀλέξανδρος ἔσχε τὸ τεῖχος ξὺν τοῖς ἑταίροις. ὡς δὲ εἴχοντο αὐτῷ πύργοι τε ἔστιν οἳ καὶ μεταπύργια, αὐτὸς μὲν παρῄει διὰ τῶν ἐπάλξεων ὡς ἐπὶ τὰ βασίλεια, ὅτι ταύτῃ εὐπορωτέρα ἐφαίνετο ἐς τὴν πόλιν ἡ κάθοδος.

[2.22.6] Τώρα που δεν απέμενε πια για τους Τυρίους καμιά ωφέλεια από τα πλοία, οι Μακεδόνες άρχισαν να κινούν τις μηχανές τους προς το τείχος. Όταν όμως πλησίασαν εκεί από την πλευρά του μόλου, δεν κατόρθωσαν τίποτε το αξιόλογο, επειδή το τείχος ήταν ισχυρό· τότε κίνησαν μερικά μηχανοφόρα πλοία τους προς την μεριά του τείχους που έβλεπε προς τη Σιδώνα. [2.22.7] Επειδή όμως ούτε και εκεί πέτυχαν τίποτε, ο Αλέξανδρος στράφηκε προς το νότιο μέρος του τείχους, που υψωνόταν προς την Αίγυπτο, και εξέτασε το έργο από όλες τις μεριές. Εδώ για πρώτη φορά σείστηκε δυνατά και σε μεγάλη έκταση το τείχος της Τύρου και ένα μέρος του έπαθε ρήγμα και κατέπεσε. Τότε λοιπόν επιχείρησε ο Αλέξανδρος μικρή δοκιμαστική προσβολή, μόνο και μόνο για να τοποθετήσει γεφύρια στο μέρος του τείχους που είχε καταπέσει· οι Τύριοι όμως απέκρουσαν με ευκολία τους Μακεδόνες.
[2.23.1] Τρεις μέρες αργότερα ο Αλέξανδρος πέτυχε νηνεμία και, αφού ενθάρρυνε τους διοικητές των ταγμάτων που θα επιχειρούσαν την έφοδο, κίνησε κατά της πόλεως τις πολιορκητικές του μηχανές που ήταν τοποθετημένες πάνω στα πλοία. Στην αρχή κατέρριψε ένα μεγάλο μέρος του τείχους και, όταν το μέρος που είχε καταρριφθεί του φάνηκε αρκετά μεγάλο σε πλάτος, διέταξε τα μηχανοφόρα πλοία του να αποχωρήσουν· [2.23.2] αμέσως μετά οδήγησε εναντίον της πόλεως δύο άλλα πλοία του που μετέφεραν τις γέφυρες, τις οποίες σκεφτόταν να τοποθετήσει επάνω στο ρήγμα του τείχους. Το ένα πλοίο ανέλαβαν οι υπασπιστές που είχαν αρχηγό τον Άδμητο, ενώ το άλλο δόθηκε στο τάγμα του Κοίνου, στους πεζεταίρους, όπως ονομάζονταν. Ο ίδιος μαζί με τους υπασπιστές του σκόπευε να ανέβει στο τείχος, σε όποιο μέρος υπήρχε δυνατότητα. [2.23.3] Διέταξε μερικά πολεμικά πλοία του να πλεύσουν προς τα δυο λιμάνια, μήπως και μπορέσουν να παραβιάσουν την είσοδό τους, ενώ οι Τύριοι θα ήταν απασχολημένοι με αυτούς. Όσα πάλι πλοία έφεραν βέλη για να ριφθούν από τις μηχανές ή όσα μετέφεραν στα καταστρώματα τοξότες, αυτά τα διέταξε να πλησιάζουν, όπου ήταν δυνατόν, τη στεριά πλέοντας κυκλικά γύρω από το τείχος ή, αν τους ήταν αδύνατο να την πλησιάσουν, να σταματούν σε απόσταση βολής από αυτήν, ώστε οι Τύριοι, επειδή θα βάλλονταν από παντού, να μην ξέρουν πού να στραφούν κατά την κρίσιμη ώρα.
[2.23.4] Μόλις τα πλοία του Αλεξάνδρου πλησίασαν την πόλη και ρίχτηκαν από αυτά οι γέφυρες πάνω στο τείχος, άρχισαν οι υπασπιστές να τις ανεβαίνουν με γενναιότητα. Γιατί σε εκείνη την περίσταση και ο Άδμητος αναδείχθηκε άνδρας γενναίος και ο Αλέξανδρος τους ακολουθούσε, συμμετέχοντας ο ίδιος ενεργά στο πολεμικό έργο και παρατηρώντας συγχρόνως αν οι άλλοι τολμούσαν κατά τη μάχη μια λαμπρή πράξη ανδρείας. [2.23.5] Πρώτο μέρος του τείχους που κυριεύτηκε ήταν ακριβώς εκείνο όπου είχε ταχθεί ο Αλέξανδρος· από το μέρος αυτό αποκρούστηκαν χωρίς δυσκολία οι Τύριοι, επειδή εδώ για πρώτη φορά είχαν οι Μακεδόνες ανάβαση ασφαλή και όχι τελείως απόκρημνη. Ο Άδμητος λοιπόν, αφού ανέβηκε πρώτος στο τείχος και παρακίνησε τους άνδρες του να ανέβουν και αυτοί μαζί του, χτυπήθηκε με λόγχη και σκοτώθηκε εκεί· [2.23.6] αμέσως μετά από αυτόν, κατέλαβε το τείχος ο Αλέξανδρος μαζί με τους εταίρους. Κατόπιν, μόλις κυρίευσε μερικούς πύργους καθώς και τον μεταξύ τους χώρο, προχώρησε ο ίδιος μέσα από τις επάλξεις προς τα ανάκτορα, επειδή από το μέρος εκείνο φαινόταν πιο εύκολη η κατάβαση προς την πόλη.