Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.25.4-2.27.2)

[2.25.4] Ἀλέξανδρος δὲ ἐπ᾽ Αἰγύπτου ἔγνω ποιεῖσθαι τὸν στόλον. καὶ ἦν αὐτῷ τὰ μὲν ἄλλα τῆς Παλαιστίνης καλουμένης Συρίας προσκεχωρηκότα ἤδη, εὐνοῦχος δέ τις, ᾧ ὄνομα ἦν Βάτις, κρατῶν τῆς Γαζαίων πόλεως, οὐ προσεῖχεν Ἀλεξάνδρῳ, ἀλλὰ Ἄραβάς τε μισθωτοὺς ἐπαγαγόμενος καὶ σῖτον ἐκ πολλοῦ παρεσκευακὼς διαρκῆ ἐς χρόνιον πολιορκίαν καὶ τῷ χωρίῳ πιστεύων μήποτε ἂν βίᾳ ἁλῶναι, ἔγνω μὴ δέχεσθαι τῇ πόλει Ἀλέξανδρον.
[2.26.1] Ἀπέχει δὲ ἡ Γάζα τῆς μὲν θαλάσσης εἴκοσι μάλιστα σταδίους, καὶ ἔστι ψαμμώδης καὶ βαθεῖα ἐς αὐτὴν ἡ ἄνοδος καὶ ἡ θάλασσα ἡ κατὰ τὴν πόλιν τεναγώδης πᾶσα. μεγάλη δὲ πόλις ἡ Γάζα ἦν καὶ ἐπὶ χώματος ὑψηλοῦ ᾤκιστο καὶ τεῖχος περιεβέβλητο αὐτῇ ὀχυρόν. ἐσχάτη δὲ ᾠκεῖτο ὡς ἐπ᾽ Αἴγυπτον ἐκ Φοινίκης ἰόντι ἐπὶ τῇ ἀρχῇ τῆς ἐρήμου.
[2.26.2] Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἀφίκετο πρὸς τὴν πόλιν, τῇ μὲν πρώτῃ κατεστρατοπέδευσεν ᾗ μάλιστα ἐπίμαχον αὐτῷ ἐφαίνετο τὸ τεῖχος, καὶ μηχανὰς συμπηγνύναι ἐκέλευσεν. οἱ δὲ μηχανοποιοὶ γνώμην ἀπεδείκνυντο ἄπορον εἶναι βίᾳ ἑλεῖν τὸ τεῖχος διὰ ὕψος τοῦ χώματος. [2.26.3] ἀλλὰ Ἀλεξάνδρῳ αἱρετέον ἐδόκει εἶναι ὅσῳ ἀπορώτερον· ἐκπλήξειν γὰρ τοὺς πολεμίους τὸ ἔργον τῷ παραλόγῳ ἐπὶ μέγα, καὶ τὸ μὴ ἑλεῖν αἰσχρὸν εἶναί οἱ λεγόμενον ἔς τε τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐς Δαρεῖον. ἐδόκει δὴ χῶμα ἐν κύκλῳ τῆς πόλεως χωννύναι, ὡς ἐξ ἴσου ἀπὸ τοῦ χωσθέντος ἐπάγεσθαι τὰς μηχανὰς τοῖς τείχεσι. καὶ ἐχώννυτο κατὰ τὸ νότιον μάλιστα τῆς πόλεως τεῖχος, ἵνα ἐπιμαχώτερα ἐφαίνετο. [2.26.4] ὡς δὲ ἐδόκει ἐξῆρθαι συμμέτρως τὸ χῶμα, μηχανὰς ἐπιστήσαντες οἱ Μακεδόνες ἐπῆγον ὡς ἐπὶ τὸ τεῖχος τῶν Γαζαίων. καὶ ἐν τούτῳ θύοντι Ἀλεξάνδρῳ καὶ ἐστεφανωμένῳ τε καὶ κατάρχεσθαι μέλλοντι τοῦ πρώτου ἱερείου κατὰ νόμον τῶν τις σαρκοφάγων ὀρνίθων ὑπερπετόμενος ὑπὲρ τοῦ βωμοῦ λίθον ἐμβάλλει ἐς τὴν κεφαλήν, ὅντινα τοῖν ποδοῖν ἔφερε. καὶ Ἀλέξανδρος ἤρετο Ἀρίστανδρον τὸν μάντιν, ὅ τι νοοῖ ὁ οἰωνός. ὁ δὲ ἀποκρίνεται ὅτι· ὦ βασιλεῦ, τὴν μὲν πόλιν αἱρήσεις, αὐτῷ δέ σοι φυλακτέα ἐστὶν ἐπὶ τῇδε τῇ ἡμέρᾳ.
[2.27.1] Ταῦτα ἀκούσας Ἀλέξανδρος τέως μὲν πρὸς ταῖς μηχαναῖς ἔξω βέλους αὑτὸν εἶχεν· ὡς δὲ ἐκδρομή τε ἐκ τῆς πόλεως καρτερὰ ἐγίγνετο καὶ πῦρ τε ἐπέφερον ταῖς μηχαναῖς οἱ Ἄραβες καὶ τοὺς Μακεδόνας ἀμυνομένους κάτωθεν αὐτοὶ ἐξ ὑπερδεξίου τοῦ χωρίου ἔβαλλόν τε καὶ ὤθουν κατὰ τοῦ ποιητοῦ χώματος, ἐνταῦθα ἢ ἑκὼν ἀπειθεῖ Ἀλέξανδρος τῷ μάντει ἢ ἐκπλαγεὶς ἐν τῷ ἔργῳ οὐκ ἐμνημόνευσε τῆς μαντείας, ἀλλ᾽ ἀναλαβὼν τοὺς ὑπασπιστὰς παρεβοήθει, ἵνα μάλιστα ἐπιέζοντο οἱ Μακεδόνες. [2.27.2] καὶ τούτους μὲν ἔσχε τὸ μὴ οὐκ αἰσχρᾷ φυγῇ ὠσθῆναι κατὰ τοῦ χώματος, αὐτὸς δὲ βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος διαμπὰξ καὶ τοῦ θώρακος ἐς τὸν ὦμον. ὡς δὲ ἔγνω τὰ ἀμφὶ τὸ τραῦμα ἀληθεύσαντα Ἀρίστανδρον, ἐχάρη, ὅτι καὶ τὴν πόλιν δὴ αἱρήσειν ἐδόκει Ἀριστάνδρου ἕνεκα.

[2.25.4] Ο Αλέξανδρος κατόπιν αποφάσισε να επιχειρήσει ναυτική εκστρατεία στην Αίγυπτο. Είχαν άλλωστε προσχωρήσει ήδη σε αυτόν τα υπόλοιπα μέρη της ονομαζομένης Παλαιστινιακής Συρίας· κάποιος όμως ευνούχος, που ονομαζόταν Βάτις και κατείχε την πόλη της Γάζας, δεν έδειχνε υπακοή στον Αλέξανδρο, αλλά, αφού συγκέντρωσε και Άραβες μισθοφόρους και από πολύ καιρό πριν αποθήκευσε σιτάρι για μακροχρόνια πολιορκία, αποφάσισε να μη δεχθεί στην πόλη τον Αλέξανδρο, πιστεύοντας ότι το οχυρό αυτό μέρος δεν θα κυριευόταν ποτέ με επίθεση.
[2.26.1] Η Γάζα απέχει είκοσι περίπου σταδίους από τη θάλασσα και η ανάβαση σε αυτή γίνεται βαδίζοντας σε βαθιά άμμο, ενώ η θάλασσα γύρω από την πόλη είναι όλη γεμάτη έλη. Η Γάζα ήταν μεγάλη πόλη, είχε χτιστεί πάνω σε ψηλό γήλοφο και περιβληθεί από οχυρό τείχος. Για όποιον πήγαινε από τη Φοινίκη στην Αίγυπτο ήταν ο τελευταίος κατοικημένος τόπος στην αρχή της ερήμου.
[2.26.2] Μόλις ο Αλέξανδρος έφθασε στην πόλη, στρατοπέδευσε την πρώτη μέρα στο μέρος όπου το τείχος φαινόταν πιο ευπρόσβλητο και διέταξε να συναρμολογήσουν τις πολιορκητικές μηχανές του. Οι μηχανικοί όμως έκριναν ότι ήταν αδύνατο να κυριευθεί με επίθεση το τείχος, εξαιτίας του ύψους του γηλόφου. [2.26.3] Αντίθετα ο Αλέξανδρος είχε τη γνώμη ότι, όσο δύσκολο είναι να κυριευθεί η πόλη, άλλο τόσο ήταν αναγκαίο· γιατί πίστευε ότι το παράτολμο της επιχειρήσεως θα προκαλούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς, ενώ αν δεν κυριευόταν η Γάζα και το μάθαιναν αυτό οι Έλληνες και ο Δαρείος, θα ήταν γι᾽ αυτόν μεγάλη ντροπή. Αποφάσισε λοιπόν να κατασκευάσει πρόχωμα γύρω από την πόλη, ώστε οι μηχανές που θα στήνονταν εκεί να βρίσκονται στο ίδιο ύψος με τα τείχη. Και κατασκεύασαν το πρόχωμα απέναντι κυρίως στο νότιο τείχος της πόλεως, που φαινόταν και το πιο ευπρόσβλητο. [2.26.4] Μόλις νόμισαν οι Μακεδόνες ότι το πρόχωμα είχε υψωθεί εκεί όπου έπρεπε, τοποθέτησαν επάνω σε αυτό τις μηχανές και άρχισαν να τις κινούν εναντίον του τείχους της Γάζας. Στο μεταξύ, ενώ κάποια μέρα θυσίαζε ο Αλέξανδρος και ήταν στεφανωμένος και έτοιμος να αρχίσει σύμφωνα με το έθιμο τη θυσία του πρώτου σφαγίου, ένα σαρκοφάγο πτηνό πέταξε πάνω από τον βωμό και άφησε να πέσει στο κεφάλι του Αλεξάνδρου μια πέτρα που κρατούσε στα πόδια του. Ο Αλέξανδρος ρώτησε τον μάντη Αρίστανδρο τί σήμαινε το θεϊκό σημάδι. Ο μάντης του αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, θα κυριέψεις την πόλη, πρέπει όμως να είσαι σήμερα προσεκτικός».
[2.27.1] Όταν άκουσε την προφητεία αυτή ο Αλέξανδρος, κρατήθηκε για ένα διάστημα εκτός βολής, κοντά στις μηχανές· όταν όμως οι Άραβες επιχείρησαν ορμητική έξοδο από την πόλη προσπαθώντας να βάλουν φωτιές στις μακεδονικές μηχανές και άρχισαν να ρίχνουν από ψηλά βλήματα στους Μακεδόνες, που αμύνονταν από κάτω, και να τους απωθούν προς το τεχνητό πρόχωμα, τότε ο Αλέξανδρος ή θεληματικά παράκουσε τη συμβουλή του μάντη ή παρασύρθηκε από τη δίνη της μάχης και λησμόνησε την προφητεία· πήρε μαζί του τους υπασπιστές και έτρεξε να βοηθήσει, εκεί ακριβώς όπου οι Μακεδόνες πιέζονταν περισσότερο. [2.27.2] Και τους Μακεδόνες μεν εμπόδισε να απωθηθούν προς το πρόχωμα με επαίσχυντη φυγή, ο ίδιος όμως χτυπήθηκε στον ώμο με βέλος καταπέλτη, που διαπέρασε την ασπίδα και τον θώρακά του. Μόλις διαπίστωσε όμως ότι βγήκε αληθινός ο Αρίστανδρος ως προς το ζήτημα του τραυματισμού του, χάρηκε, επειδή πίστεψε ότι, σύμφωνα με την εξήγηση του Αρίστανδρου, θα κυριέψει και την πόλη.