Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.1.1-7.2.4)

ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ


[7.1.1] Ὡς δὲ ἐς Πασαργάδας τε καὶ ἐς Περσέπολιν ἀφίκετο Ἀλέξανδρος, πόθος λαμβάνει αὐτὸν καταπλεῦσαι κατὰ τὸν Εὐφράτην τε καὶ κατὰ τὸν Τίγρητα ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν Περσικὴν καὶ τῶν τε ποταμῶν ἰδεῖν τὰς ἐκβολὰς τὰς ἐς τὸν πόντον, καθάπερ τοῦ Ἰνδοῦ, καὶ τὴν ταύτῃ θάλασσαν. [7.1.2] οἱ δὲ καὶ τάδε ἀνέγραψαν, ὅτι ἐπενόει Ἀλέξανδρος περιπλεῦσαι τήν τε Ἀραβίαν τὴν πολλὴν καὶ τὴν Αἰθιόπων γῆν καὶ τὴν Λιβύην τε καὶ τοὺς Νομάδας ὑπὲρ τὸν Ἄτλαντα τὸ ὄρος ὡς ἐπὶ Γάδειρα ἔσω ἐς τὴν ἡμετέραν θάλασσαν καὶ τὴν Λιβύην τε καταστρεψάμενος καὶ Καρχηδόνα οὕτω δὴ τῆς Ἀσίας πάσης δικαίως ἂν βασιλεὺς καλεῖσθαι· [7.1.3] τοὺς γάρ τοι Περσῶν καὶ Μήδων βασιλέας οὐδὲ τοῦ πολλοστοῦ μέρους τῆς Ἀσίας ἐπάρχοντας οὐ σὺν δίκῃ καλεῖν σφᾶς μεγάλους βασιλέας. ἔνθεν δὲ οἱ μέν, ὅτι ἐς τὸν πόντον τὸν Εὔξεινον ἐσπλεῖν ἐπενόει ἐς Σκύθας τε καὶ τὴν λίμνην τὴν Μαιῶτιν, οἱ δέ, ὅτι ἐς Σικελίαν τε καὶ ἄκραν Ἰαπυγίαν· ἤδη γὰρ καὶ ὑποκινεῖν αὐτὸν τὸ Ῥωμαίων ὄνομα προχωροῦν ἐπὶ μέγα.
[7.1.4] Ἐγὼ δὲ ὁποῖα μὲν ἦν Ἀλεξάνδρου τὰ ἐνθυμήματα οὔτε ἔχω ἀτρεκῶς ξυμβαλεῖν οὔτε μέλει ἔμοιγε εἰκάζειν, ἐκεῖνο δὲ καὶ αὐτὸς ἄν μοι δοκῶ ἰσχυρίσασθαι, οὔτε μικρόν τι καὶ φαῦλον ἐπινοεῖν Ἀλέξανδρον οὔτε μεῖναι ἂν ἀτρεμοῦντα ἐπ᾽ οὐδενὶ τῶν ἤδη κεκτημένων, οὐδὲ εἰ τὴν Εὐρώπην τῇ Ἀσίᾳ προσέθηκεν, οὐδ᾽ εἰ τὰς Βρεττανῶν νήσους τῇ Εὐρώπῃ, ἀλλὰ ἔτι ἂν ἐπέκεινα ζητεῖν τι τῶν ἠγνοημένων, εἰ καὶ μὴ ἄλλῳ τῳ, ἀλλὰ αὐτόν γε αὑτῷ ἐρίζοντα. [7.1.5] καὶ ἐπὶ τῷδε ἐπαινῶ τοὺς σοφιστὰς τῶν Ἰνδῶν, ὧν λέγουσιν ἔστιν οὓς καταληφθέντας ὑπ᾽ Ἀλεξάνδρου ὑπαιθρίους ἐν λειμῶνι, ἵναπερ αὐτοῖς διατριβαὶ ἦσαν, ἄλλο μὲν οὐδὲν ποιῆσαι πρὸς τὴν ὄψιν αὐτοῦ τε καὶ τῆς στρατιᾶς, κρούειν δὲ τοῖς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ᾽ ἧς βεβηκότες ἦσαν. ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι᾽ ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον, τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε· [7.1.6] βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, ἄνθρωπος μὲν ἕκαστος τοσόνδε τῆς γῆς κατέχει ὅσονπερ τοῦτό ἐστιν ἐφ᾽ ὅτῳ βεβήκαμεν· σὺ δὲ ἄνθρωπος ὢν παραπλήσιος τοῖς ἄλλοις, πλήν γε δὴ ὅτι πολυπράγμων καὶ ἀτάσθαλος, ἀπὸ τῆς οἰκείας τοσαύτην γῆν ἐπεξέρχῃ πράγματα ἔχων τε καὶ παρέχων ἄλλοις. καὶ οὖν καὶ ὀλίγον ὕστερον ἀποθανὼν τοσοῦτον καθέξεις τῆς γῆς ὅσον ἐξαρκεῖ ἐντεθάφθαι τῷ σώματι.
[7.2.1] Κἀνταῦθα ἐπῄνεσε μὲν Ἀλέξανδρος τούς τε λόγους αὐτοὺς καὶ τοὺς εἰπόντας, ἔπρασσε δὲ ὅμως ἄλλα καὶ τἀναντία οἷς ἐπῄνεσεν. ἐπεὶ καὶ Διογένην τὸν ἐκ Σινώπης θαυμάσαι λέγεται, ἐν Ἰσθμῷ ἐντυχὼν τῷ Διογένει κατακειμένῳ ἐν ἡλίῳ, ἐπιστὰς σὺν τοῖς ὑπασπισταῖς καὶ τοῖς πεζεταίροις καὶ ἐρόμενος εἴ του δέοιτο· ὁ δὲ Διογένης ἄλλου μὲν ἔφη δεῖσθαι οὐδενός, ἀπὸ τοῦ ἡλίου δὲ ἀπελθεῖν ἐκέλευσεν αὐτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ. [7.2.2] οὕτω τοι οὐ πάντῃ ἔξω τοῦ ἐπινοεῖν τὰ κρείττω ἦν Ἀλέξανδρος, ἀλλ᾽ ἐκ δόξης γὰρ δεινῶς ἐκρατεῖτο. ἐπεὶ καὶ ἐς Τάξιλα αὐτῷ ἀφικομένῳ καὶ ἰδόντι τῶν σοφιστῶν ‹τῶν› Ἰνδῶν τοὺς γυμνοὺς πόθος ἐγένετο ξυνεῖναί τινα οἱ τῶν ἀνδρῶν τούτων, ὅτι τὴν καρτερίαν αὐτῶν ἐθαύμασε· καὶ ὁ μὲν πρεσβύτατος τῶν σοφιστῶν, ὅτου ὁμιληταὶ οἱ ἄλλοι ἦσαν, Δάνδαμις ὄνομα, οὔτε αὐτὸς ἔφη παρ᾽ Ἀλέξανδρον ἥξειν οὔτε τοὺς ἄλλους εἴα, [7.2.3] ἀλλὰ ὑποκρίνασθαι γὰρ λέγεται ὡς Διὸς υἱὸς καὶ αὐτὸς εἴη, εἴπερ οὖν καὶ Ἀλέξανδρος, καὶ ὅτι οὔτε δέοιτό του τῶν παρ᾽ Ἀλεξάνδρου, ἔχει‹ν› γάρ οἱ εὖ τὰ παρόντα, καὶ ἅμα ὁρᾶν τοὺς ξὺν αὐτῷ πλανωμένους τοσαύτην γῆν καὶ θάλασσαν ἐπ᾽ ἀγαθῷ οὐδενί, μηδὲ πέρας τι αὐτοῖς γινόμενον τῶν πολλῶν πλανῶν. οὔτ᾽ οὖν ποθεῖν τι αὐτὸς ὅτου κύριος ἦν Ἀλέξανδρος δοῦναι, οὔτε αὖ δεδιέναι, ὅτου κρατοίη ἐκεῖνος, ἔστιν οὗ εἴργεσθαι· [7.2.4] ζῶντι μὲν γάρ οἱ τὴν Ἰνδῶν γῆν ἐξαρκεῖν φέρουσαν τὰ ὡραῖα, ἀποθανόντα δὲ ἀπαλλαγήσεσθαι οὐκ ἐπιεικοῦς ξυνοίκου τοῦ σώματος. οὔκουν οὐδὲ Ἀλέξανδρον ἐπιχειρῆσαι βιάσασθαι γνόντα ἐλεύθερον ὄντα τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ Κάλανον γὰρ ἀναπεισθῆναι τῶν ταύτῃ σοφιστῶν, ὅντινα μάλιστα δὴ αὑτοῦ ἀκράτορα Μεγασθένης ἀνέγραψεν αὐτοὺς τοὺς σοφιστὰς λέγειν κακίζοντας τὸν Κάλανον, ὅτι ἀπολιπὼν τὴν παρὰ σφίσιν εὐδαιμονίαν ὁ δὲ δεσπότην ἄλλον ἢ τὸν θεὸν ἐθεράπευε.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ


[7.1.1] Όταν ο Αλέξανδρος έφθασε στις Πασαργάδες και στην Περσέπολη, τον κατέλαβε μεγάλη επιθυμία να πλεύσει προς την Περσική θάλασσα ακολουθώντας το ρεύμα του Ευφράτη και του Τίγρητα και να δει τις εκβολές των ποταμών αυτών στη θάλασσα, όπως ακριβώς είχε δει τις εκβολές του Ινδού και την θάλασσα στο μέρος εκείνο. [7.1.2] Μερικοί συγγραφείς έγραψαν και το εξής, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να πλεύσει γύρω από το μεγαλύτερο μέρος της Αραβίας και τη χώρα των Αιθιόπων και τη Λιβύη και τους Νομάδες, πέρα από το όρος Άτλαντα προς τα Γάδειρα, και μετά να πλεύσει μέσα στη δική μας θάλασσα. Και αφού υποτάξει και τη Λιβύη και την Καρχηδόνα, να μπορεί έτσι πλέον να ονομάζεται δίκαια βασιλιάς ολόκληρης της Ασίας. [7.1.3] Γιατί, έλεγε, εφόσον οι βασιλείς των Περσών και των Μήδων δεν εξουσίαζαν ούτε ελάχιστο μέρος της Ασίας, ήταν άδικο να ονομάζουν τους εαυτούς τους μεγάλους βασιλείς. Άλλοι πάλι λένε ότι σχεδίαζε να πλεύσει από εκεί στον Εύξεινο Πόντο και τη Σκυθία και τη Μαιώτιδα λίμνη και άλλοι στη Σικελία και στο ακρωτήριο της Ιαπυγίας, γιατί τον ανησυχούσε πλέον το όνομα των Ρωμαίων που γινόταν ολοένα και ενδοξότερο.
[7.1.4] Όσο για μένα, δεν μπορώ να συμπεράνω με βεβαιότητα ποιά ήταν τα σχέδια του Αλεξάνδρου ούτε με ενδιαφέρει να κάνω υποθέσεις, τούτο όμως, όπως νομίζω, και εγώ ο ίδιος μπορώ να βεβαιώσω, ότι ο Αλέξανδρος ούτε μικρά και ασήμαντα έργα σχεδίαζε ούτε μπορούσε να παραμείνει αδρανής και να περιορισθεί σε ό,τι είχε μέχρι τότε αποκτήσει, ακόμη και αν είχε προσαρτήσει την Ευρώπη στην Ασία και τα νησιά της Βρετανίας στην Ευρώπη. Αντίθετα, θα αναζητούσε ακόμη παραπέρα άγνωστους τόπους και αν δεν είχε κανέναν άλλον ανταγωνιστή, θα ανταγωνιζόταν τον ίδιο τον εαυτό του. [7.1.5] Γι᾽ αυτό και επαινώ τους Ινδούς σοφιστές, μερικούς από τους οποίους λένε ότι συνάντησε ο Αλέξανδρος στο ύπαιθρο μέσα σε ένα λιβάδι, όπου σύχναζαν. Όταν είδαν τον Αλέξανδρο και τον στρατό του, τίποτε άλλο δεν έκαναν παρά μόνον χτυπούσαν με τα πόδια τους τη γη, όπου πατούσαν. Τότε τους ρώτησε ο Αλέξανδρος, με τη μεσολάβηση διερμηνέων, τί σήμαινε αυτή η πράξη τους και εκείνοι του αποκρίθηκαν: [7.1.6] «Βασιλιά Αλέξανδρε, ο κάθε άνθρωπος βέβαια κατέχει τόσο μόνο μέρος της γης, όσο ακριβώς είναι εκείνο επάνω στο οποίο πατούμε. Εσύ ωστόσο, αν και άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, με μόνη τη διαφορά ότι είσαι πολυάσχολος και υπερόπτης, διέτρεξες από την πατρίδα σου τόσο μεγάλη έκταση γης και ταλαιπωρήθηκες και ταλαιπώρησες κι άλλους. Στην πραγματικότητα όμως, όταν λίγο αργότερα πεθάνεις, θα κατέχεις τόσο μόνο μέρος της γης όσο είναι αρκετό για να ταφεί το σώμα σου».
[7.2.1] Ο Αλέξανδρος επαίνεσε και τα λόγια αυτά και αυτούς που τα είπαν, έκανε όμως διαφορετικά και αντίθετα από εκείνα που επαίνεσε. Γιατί και τον Διογένη, που ήταν από τη Σινώπη, λένε ότι θαύμασε, όταν τον συνάντησε στον Ισθμό ξαπλωμένο στον ήλιο και στάθηκε μπροστά του με τους υπασπιστές του και τους πεζεταίρους και τον ρώτησε αν είχε ανάγκη από τίποτε. Ο Διογένης είπε ότι δεν είχε ανάγκη από τίποτε, ζήτησε όμως να απομακρυνθούν από τον ήλιο ο Αλέξανδρος και εκείνοι που ήταν μαζί του. [7.2.2] Έτσι, λοιπόν, ο Αλέξανδρος, παρόλο που δεν του έλειπε καθόλου η ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα σωστά, κατεχόταν όμως από υπερβολική φιλοδοξία. Γι᾽ αυτό και όταν έφθασε στα Τάξιλα και είδε εκείνους τους Ινδούς σοφιστές που βάδιζαν γυμνοί, τον κατέλαβε μεγάλη επιθυμία να ζήσει μαζί με κάποιον από τους άνδρες αυτούς, γιατί θαύμασε την καρτερικότητά τους. Ο πιο ηλικιωμένος σοφιστής, Δάνδαμης το όνομά του, του οποίου οι άλλοι ήταν μαθητές, είπε ότι ούτε ο ίδιος θα πήγαινε στον Αλέξανδρο ούτε θα άφηνε τους μαθητές του να πάνε. [7.2.3] Όπως λέγεται μάλιστα, απάντησε ότι και ο ίδιος ήταν γιος του Δία, αν βέβαια ήταν και ο Αλέξανδρος, και ότι δεν χρειαζόταν τίποτε από εκείνα που είχε ο Αλέξανδρος, επειδή του ήταν αρκετά όσα ο ίδιος είχε. Συνάμα έβλεπε και τους άνδρες που ήταν μαζί του να περιπλανώνται σε τόση στεριά και θάλασσα χωρίς κανένα όφελος και χωρίς να υπάρχει τέρμα στις πολλές περιπλανήσεις τους. Ούτε, λοιπόν, ο ίδιος επιθυμούσε να του δώσει ο Αλέξανδρος κάτι από αυτά που κατείχε ούτε όμως και φοβόταν μήπως τον εμποδίσει από κάτι το οποίο εκείνος εξουσίαζε. [7.2.4] Γιατί όσο ζούσε, του ήταν αρκετή η γη της Ινδίας που παρήγε εποχιακούς καρπούς· όταν πάλι θα πεθάνει, θα απαλλασσόταν από έναν ενοχλητικό συγκάτοικο, το σώμα. Δεν επιχείρησε, λοιπόν, ούτε ο Αλέξανδρος να τον υποχρεώσει με τη βία να τον ακολουθήσει, επειδή κατάλαβε ότι ο Δάνδαμης ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Αλλά ο Κάλανος, ένας από τους εκεί σοφιστές, πείσθηκε να πάει μαζί του. Γι᾽ αυτόν, λοιπόν, όπως έγραψε ο Μεγασθένης, οι ίδιοι οι σοφιστές έλεγαν ότι ο Κάλανος ήταν ένας πολύ αδύνατος χαρακτήρας και τον κάκιζαν, γιατί, εγκαταλείποντας την ευδαιμονία που είχε κοντά τους, υπηρετούσε διαφορετικό κύριο από τον θεό.