Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.2.5-5.3.6)

[5.2.5] Ἀλέξανδρον δὲ πόθος ἔλαβεν ἰδεῖν τὸν χῶρον, ὅπου τινὰ ὑπομνήματα τοῦ Διονύσου οἱ Νυσαῖοι ἐκόμπαζον. ἐλθεῖν τε ἐς τὸ ὄρος τὸν Μηρὸν ξὺν τοῖς ἑταίροις τοῖς ἱππεῦσι καὶ τῷ πεζικῷ ἀγήματι καὶ ἰδεῖν κισσοῦ τε ἀνάπλεων καὶ δάφνης τὸ ὄρος καὶ ἄλση παντοῖα· καὶ ἰδεῖν σύσκιον, καὶ θήρας ἐν αὐτῷ εἶναι θηρίων παντοδαπῶν. [5.2.6] καὶ τοὺς Μακεδόνας ἡδέως τὸν κισσὸν ἰδόντας, οἷα δὴ διὰ μακροῦ ὀφθέντα (οὐ γὰρ εἶναι ἐν τῇ Ἰνδῶν χώρᾳ κισσόν, οὐδὲ ἵναπερ αὐτοῖς ἄμπελοι ἦσαν) στεφάνους σπουδῇ ἀπ᾽ αὐτοῦ ποιεῖσθαι, ὡς καὶ στεφανώσασθαι εἶχον, ἐφυμνοῦντας τὸν Διόνυσόν τε καὶ τὰς ἐπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλοῦντας. θῦσαι τε αὐτοῦ Ἀλέξανδρον τῷ Διονύσῳ καὶ εὐωχηθῆναι ὁμοῦ τοῖς ἑταίροις. [5.2.7] οἱ δὲ καὶ τάδε ἀνέγραψαν, εἰ δή τῳ πιστὰ καὶ ταῦτα, πολλοὺς τῶν ἀμφ᾽ αὐτὸν τῶν οὐκ ἠμελημένων Μακεδόνων τῷ τε κισσῷ στεφανωσαμένους καὶ ὑπὸ τῇ κατακλήσει τοῦ θεοῦ κατασχεθῆναί τε πρὸς τοῦ Διονύσου καὶ ἀνευάσαι τὸν θεὸν καὶ βακχεῦσαι.
[5.3.1] Καὶ ταῦτα ὅπως τις ἐθέλει ὑπολαβὼν ἀπιστείτω ἢ πιστευέτω. οὐ γὰρ ἔγωγε Ἐρατοσθένει τῷ Κυρηναίῳ πάντῃ ξυμφέρομαι, ὃς λέγει πάντα ὅσα ἐς τὸ θεῖον ἀναφέρεται ἐκ Μακεδόνων πρὸς χάριν τὴν Ἀλεξάνδρου ἐς τὸ ὑπέρογκον ἐπιφημισθῆναι. [5.3.2] καὶ γὰρ καὶ σπήλαιον λέγει ἰδόντας ἐν Παραπαμισάδαις τοὺς Μακεδόνας καί τινα μῦθον ἐπιχώριον ἀκούσαντας ἢ καὶ αὐτοὺς ξυνθέντας φημίσαι, ὅτι τοῦτο ἄρα ἦν τοῦ Προμηθέως τὸ ἄντρον ἵνα ἐδέδετο, καὶ ὁ ἀετὸς ὅτι ἐκεῖσε ἐφοίτα δαισόμενος τῶν σπλάγχνων τοῦ Προμηθέως, καὶ ὁ Ἡρακλῆς ὅτι ἐκεῖσε ἀφικόμενος τόν τε ἀετὸν ἀπέκτεινε καὶ τὸν Προμηθέα τῶν δεσμῶν ἀπέλυσε. [5.3.3] τὸν δὲ Καύκασον τὸ ὄρος ἐκ τοῦ Πόντου ἐς τὰ πρὸς ἕω μέρη τῆς γῆς καὶ τὴν Παραπαμισαδῶν χώραν ὡς ἐπὶ Ἰνδοὺς μετάγειν τῷ λόγῳ τοὺς Μακεδόνας, Παραπάμισον ὄντα τὸ ὄρος αὐτοὺς καλοῦντας Καύκασον τῆς Ἀλεξάνδρου ἕνεκα δόξης, ὡς ὑπὲρ τὸν Καύκασον ἄρα ἐλθόντα Ἀλέξανδρον. [5.3.4] ἔν τε αὐτῇ τῇ Ἰνδῶν γῇ βοῦς ἰδόντας ἐγκεκαυμένας ῥόπαλον τεκμηριοῦσθαι ἐπὶ τῷδε, ὅτι Ἡρακλῆς ἐς Ἰνδοὺς ἀφίκετο. ὅμοια δὲ καὶ ὑπὲρ Διονύσου τῆς πλάνης ἀπιστεῖ Ἐρατοσθένης· ἐμοὶ δ᾽ ἐν μέσῳ κείσθων οἱ ὑπὲρ τούτων λόγοι.
[5.3.5] Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἀφίκετο ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμόν, καταλαμβάνει γέφυράν τε ἐπ᾽ αὐτῷ πεποιημένην πρὸς Ἡφαιστίωνος καὶ πλοῖα πολλὰ μὲν σμικρότερα, δύο δὲ τριακοντόρους, καὶ παρὰ Ταξίλου τοῦ Ἰνδοῦ δῶρα ἥκοντα ἀργυρίου μὲν τάλαντα ἐς διακόσια, ἱερεῖα δὲ βοῦς μὲν τρισχιλίας, πρόβατα δὲ ὑπὲρ μύρια, ἐλέφαντας δὲ ἐς τριάκοντα· [5.3.6] καὶ ἱππεῖς δὲ ἑπτακόσιοι αὐτῷ Ἰνδῶν ἐς ξυμμαχίαν παρὰ Ταξίλου ἧκον· καὶ τὴν πόλιν Τάξιλα, τὴν μεγίστην μεταξὺ Ἰνδοῦ τε ποταμοῦ καὶ Ὑδάσπου, ὅτι αὐτῷ Ταξίλης ἐνδίδωσιν. ἐνταῦθα θύει Ἀλέξανδρος τοῖς θεοῖς ὅσοις αὐτῷ νόμος καὶ ἀγῶνα ποιεῖ γυμνικὸν καὶ ἱππικὸν ἐπὶ τῷ ποταμῷ· καὶ γίγνεται αὐτῷ ἐπὶ τῇ διαβάσει τὰ ἱερά.

[5.2.5] Κατέλαβε έτσι τον Αλέξανδρο μεγάλη επιθυμία να δει τον χώρο, όπου έδειχναν οι Νυσαίοι με περηφάνεια μερικά αναμνηστικά του Διονύσου. Και πήγε στο βουνό Μηρό μαζί με το ιππικό των εταίρων και το άγημα των πεζών και είδε το βουνό γεμάτο κισσό και δάφνη και κάθε λογής δάση. Είδε επίσης ότι ήταν κατάσκιο και γεμάτο από άγρια ζώα διαφόρων ειδών, τα οποία ήταν κατάλληλα για κυνήγι. [5.2.6] Οι Μακεδόνες είδαν τότε με χαρά τον κισσό, που τον έβλεπαν ύστερα από μακρό πράγματι χρόνο (γιατί δεν υπάρχει κισσός στη χώρα των Ινδών ούτε και εκεί ακόμη όπου είχαν τα αμπέλια τους). Έσπευσαν να φτιάξουν στεφάνια από τον κισσό, ώστε στεφανωμένοι μπόρεσαν και να ψάλουν ύμνους στον Διόνυσο και να αναφωνήσουν τις διάφορες επωνυμίες του θεού. Ο Αλέξανδρος θυσίασε εδώ στον Διόνυσο και διασκέδασε σε συμπόσιο μαζί με τους εταίρους. [5.2.7] Μερικοί συγγραφείς αναφέρουν ακόμη τα εξής, αν βέβαια κάποιος μπορεί να τους πιστέψει: πολλοί επιφανείς Μακεδόνες της ακολουθίας του, αφού στεφανώθηκαν με κισσό και επικαλέσθηκαν τον θεό, κατελήφθησαν από διονυσιακή έκσταση και επευφήμησαν με κραυγές τον θεό και εόρτασαν κατά βακχικό τρόπο.
[5.3.1] Τους μύθους αυτούς ας τους παίρνει κανείς όπως θέλει και ας μην πιστεύει ή ας πιστεύει. Γιατί, εγώ τουλάχιστον δεν συμφωνώ με τον Ερατοσθένη τον Κυρηναίο, ο οποίος λέει ότι οι Μακεδόνες, για να ευχαριστήσουν τον Αλέξανδρο, μεγαλοποίησαν υπερβολικά όλα όσα σχετίζονται με θεούς. [5.3.2] Λέει π.χ. ο Ερατοσθένης ότι, όταν είδαν οι Μακεδόνες ένα σπήλαιο στις Παραπαμισάδες και άκουσαν κάποιον τοπικό μύθο ή και τον επινόησαν οι ίδιοι, διέδωσαν ότι αυτό ήταν τάχα το σπήλαιο όπου είχε μείνει δεμένος ο Προμηθέας και ότι εκεί ερχόταν κάθε τόσο ο αετός, για να πάρει τροφή από τα σπλάχνα του Προμηθέα, καθώς και ότι εκεί φθάνοντας ο Ηρακλής σκότωσε τον αετό και απήλλαξε τον Προμηθέα από τα δεσμά του. [5.3.3] Οι Μακεδόνες μετέφεραν με την αφήγησή τους και το όρος Καύκασο από τον Πόντο στα ανατολικά μέρη της γης, στην περιοχή των Παραπαμισαδών, προς την Ινδία. Και ενώ το όρος αυτό ήταν στην πραγματικότητα ο Παραπάμισος, οι Μακεδόνες για τη δόξα του Αλεξάνδρου το ονόμασαν Καύκασο θέλοντας να δείξουν ότι πέρασε τάχα ο Αλέξανδρος και τον Καύκασο. [5.3.4] Και όταν είδαν στην ίδια την ινδική γη αγελάδες που έφεραν στο σώμα τους ρόπαλο χαραγμένο με σίδερο, συμπέραναν από το σημάδι αυτό ότι ο Ηρακλής είχε φθάσει στην Ινδία.
Ο Ερατοσθένης εκφράζει όμοια δυσπιστία και για την περιπλάνηση του Διονύσου. Οι μυθικές αυτές αφηγήσεις βρίσκονται για μένα κάπου ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα.
[5.3.5] Όταν έφθασε ο Αλέξανδρος στον Ινδό ποταμό, βρήκε γέφυρα πάνω σε αυτόν κατασκευασμένη από τον Ηφαιστίωνα και πλοία πολλά, κάπως όμως μικρά, και τριακοντόρους δύο. Κατέφθασαν επίσης δώρα από τον Ταξίλη τον Ινδό, διακόσια περίπου αργυρά τάλαντα και για θυσία τρεις χιλιάδες βόδια και πάνω από δέκα χιλιάδες πρόβατα, καθώς και τριάντα ελέφαντες. [5.3.6] Ακόμη έφθασαν στον Αλέξανδρο εφτακόσιοι Ινδοί ιππείς σταλμένοι από τον Ταξίλη ως συμπολεμιστές. Και την πόλη Τάξιλα, τη μεγαλύτερη μεταξύ Ινδού ποταμού και Υδάσπη, του παρέδωσε ο Ταξίλης. Εκεί ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία σε όσους θεούς συνήθιζε και τέλεσε κοντά στον ποταμό ιππικό και γυμνικό αγώνα. Οι θυσίες ήταν ευνοϊκές για τη διάβαση του ποταμού.