Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.7.1-5.8.5)

[5.7.1] Τὸ δὲ ζεῦγμα τὸ ἐπὶ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ ὅπως μὲν ἐποιήθη Ἀλεξάνδρῳ οὔτε Ἀριστόβουλος οὔτε Πτολεμαῖος, οἷς μάλιστα ἐγὼ ἕπομαι, λέγουσιν· οὐδὲ αὐτὸς ἔχω ἀτρεκῶς εἰκάσαι, πότερα πλοίοις ἐζεύχθη ὁ πόρος, καθάπερ οὖν ὁ Ἑλλήσποντός τε πρὸς Ξέρξου καὶ ὁ Βόσπορός τε καὶ ὁ Ἴστρος πρὸς Δαρείου, ἢ γέφυρα κατὰ τοῦ ποταμοῦ διηνεκὴς ἐποιήθη αὐτῷ· δοκεῖ δ᾽ ἔμοιγε πλοίοις μᾶλλον ζευχθῆναι· οὐ γὰρ ἂν δέξασθαι γέφυραν τὸ βάθος τοῦ ὕδατος, οὐδ᾽ ἂν ἐν τοσῷδε χρόνῳ ἔργον οὕτως ἄτοπον ξυντελεσθῆναι. [5.7.2] εἰ δὲ δὴ πλοίοις ἐζεύχθη ὁ πόρος, πότερα ξυντεθεῖσαι αἱ νῆες σχοίνοις καὶ κατὰ στοῖχον ὁρμισθεῖσαι ἐς τὸ ζεῦγμα ἀπήρκεσαν, ὡς λέγει Ἡρόδοτος ζευχθῆναι τὸν Ἑλλήσποντον, ἢ ὅτῳ τρόπῳ Ῥωμαίοις ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ ζεῦγμα ποιεῖται καὶ ἐπὶ τῷ Ῥήνῳ τῷ Κελτικῷ, καὶ τὸν Εὐφράτην καὶ τὸν Τίγρητα, ὁσάκις κατέλαβεν αὐτοὺς ἀνάγκη, ἐγεφύρωσαν, οὐδὲ τοῦτο ἔχω ξυμβαλεῖν. [5.7.3] καίτοι ταχυτάτη γε ὧν ἐγὼ οἶδα Ῥωμαίοις ἡ γεφύρωσις ἡ διὰ τῶν νεῶν γίγνεται, καὶ ταύτην ἐγὼ ἀφηγήσομαι ἐν τῷ παρόντι, ὅτι λόγου ἀξία. αἱ νῆες αὐτοῖς κατὰ πόρου ἀφίενται ἀπὸ ξυνθήματος, οὐκ ἐπ᾽ εὐθύ, ἀλλὰ καθάπερ αἱ πρύμναν κρουόμεναι. ταύτας ὑποφέρει μέν, οἷα εἰκός, ὁ ῥοῦς, ἀνέχει δὲ κελήτιον ἐπῆρες, ἔστ᾽ ἂν καταστήσῃ ἐς τὸ τεταγμένον χωρίον· καὶ ἐνταῦθα ἤδη καθίεται πλέγματα ἐκ λύγου πυραμοειδῆ πλήρη λίθων λογάδων ἀπὸ πρώρας ἑκάστης νεώς, τοῦ ἀνέχειν τὴν ναῦν πρὸς τὸν ῥοῦν. [5.7.4] ἅμα δὲ δὴ μία τις τῶν νεῶν [ἅμα δὲ δὴ] ἐσχέθη, καὶ ἄλλη ἀπὸ ταύτης διέχουσα ὅσον ξύμμετρον πρὸς ἰσχὺν τῶν ἐπιβαλλομένων ἀντίπρωρος πρὸς τὸ ῥεῦμα ὁρμίζεται· καὶ ἀπ᾽ ἀμφοῖν ξύλα τε ἐς εὐθὺ ὀξέως ἐπιβάλλεται καὶ σανίδες ἐγκάρσιαι ἐς τὸ ξυνδεῖν· καὶ διὰ πασῶν οὕτω τῶν νεῶν, ὅσαι ἱκαναὶ γεφυρῶσαι τὸν πόρον, χωρεῖ τὸ ἔργον. [5.7.5] ἑκατέρωθεν δὲ τοῦ ζεύγματος κλίμακες προβάλλονται καταπηγνύμεναι, τοῦ ἀσφαλεστέραν τοῖς τε ἵπποις καὶ τοῖς ζεύγεσι τὴν ἔφοδον γίγνεσθαι, καὶ ἅμα ὡς σύνδεσμος εἶναι τοῦ ζεύγματος. δι᾽ ὀλίγου τε ξυντελεῖται ἅπαν καὶ ξὺν πολλῷ θορύβῳ, καὶ τὸ τεταγμένον ἐν τῷ δρωμένῳ ὅμως οὐκ ἄπεστιν, οἵ τε παρακελευσμοὶ ὡς τύχοιεν κατὰ ναῦν ἑκάστην καὶ αἱ ἐπιτιμήσεις τοῦ ἐκλιποῦς οὔτε τὴν κατάκουσιν τῶν παραγγελμάτων οὔτε τὴν ὀξύτητα τοῦ ἔργου ἀφαιροῦνται.
[5.8.1] Ῥωμαίοις μὲν δὴ οὕτω ταῦτα ἐκ παλαιοῦ ἐπήσκηται· Ἀλεξάνδρῳ δὲ ὅπως ἐζεύχθη ὁ Ἰνδὸς ποταμὸς οὐκ ἔχω εἰπεῖν, ὅτι μηδὲ οἱ συστρατεύσαντες αὐτῷ εἶπον. ἀλλά μοι δοκεῖ ὡς ἐγγυτάτω τούτων ἐζεῦχθαι, ἢ εἰ δή τινι ἄλλῃ μηχανῇ, ἐκείνῃ ἐχέτω. [5.8.2] ὡς δὲ διέβη πέραν τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ, καὶ ἐνταῦθα αὖ θύει κατὰ νόμον Ἀλέξανδρος. ἄρας δὲ ἀπὸ τοῦ Ἰνδοῦ ἐς Τάξιλα ἀφίκετο, πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα, τὴν μεγίστην τῶν μεταξὺ Ἰνδοῦ τε ποταμοῦ καὶ Ὑδάσπου. καὶ ἐδέχετο αὐτὸν Ταξίλης ὁ ὕπαρχος τῆς πόλεως καὶ αὐτοὶ οἱ τῇδε Ἰνδοὶ φιλίως. καὶ Ἀλέξανδρος προστίθησιν αὐτοῖς χώραν τῆς ὁμόρου ὅσης ἐδέοντο. [5.8.3] ἧκον δὲ ἐνταῦθα παρ᾽ αὐτὸν καὶ παρὰ Ἀβισάρου πρέσβεις τοῦ τῶν ὀρείων Ἰνδῶν βασιλέως ὅ τε ἀδελφὸς τοῦ Ἀβισάρου καὶ ἄλλοι ξὺν αὐτῷ οἱ δοκιμώτατοι, καὶ παρὰ Δοξάρεως νομάρχου ἄλλοι, δῶρα φέροντες. καὶ ἐνταῦθα αὖ Ἀλέξανδρος ἐν Ταξίλοις θύει ὅσα οἱ νόμος καὶ ἀγῶνα ποιεῖ γυμνικόν τε καὶ ἱππικόν. καὶ ἀποδείξας σατράπην τῶν ταύτῃ Ἰνδῶν Φίλιππον τὸν Μαχάτα φρουράν τε ἀπολείπει ἐν Ταξίλοις καὶ τοὺς ἀπομάχους τῶν στρατιωτῶν διὰ νόσον· αὐτὸς δὲ ἦγεν ὡς ἐπὶ τὸν Ὑδάσπην ποταμόν. [5.8.4] Ἐπέκεινα γὰρ τοῦ Ὑδάσπου Πῶρος αὐτῷ εἶναι ἐξηγγέλλετο ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ ἐγνωκὼς εἴργειν τοῦ πόρου αὐτὸν ἢ περῶντι ἐπιτίθεσθαι. ταῦτα ὡς ἔγνω Ἀλέξανδρος, Κοῖνον μὲν τὸν Πολεμοκράτους πέμψας ὀπίσω ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν τὰ πλοῖα ὅσα παρεσκεύαστο αὐτῷ ἐπὶ τοῦ πόρου τοῦ Ἰνδοῦ ξυντεμόντα κελεύει φέρειν ὡς ἐπὶ τὸν Ὑδάσπην ποταμόν. [5.8.5] καὶ ξυνετμήθη τε τὰ πλοῖα καὶ ἐκομίσθη αὐτῷ, ὅσα μὲν βραχύτερα διχῇ διατμηθέντα, αἱ τριακόντοροι δὲ τριχῇ ἐτμήθησαν, καὶ τὰ τμήματα ἐπὶ ζευγῶν διεκομίσθη ἔστε ἐπὶ τὴν ὄχθην τοῦ Ὑδάσπου κἀκεῖ ξυμπηχθέντα ναυτικὸν αὖθις δὴ ὁμοῦ ὤφθη ἐν τῷ Ὑδάσπῃ. αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν ἥν τε δύναμιν ἔχων ἧκεν ἐς Τάξιλα καὶ πεντακισχιλίους τῶν Ἰνδῶν, οὓς Ταξίλης τε καὶ οἱ ταύτῃ ὕπαρχοι ἦγον, ᾔει ὡς ἐπὶ τὸν Ὑδάσπην ποταμόν.

[5.7.1] Στον τρόπο που ο Αλέξανδρος κατασκεύασε τη γέφυρα πάνω από τον Ινδό ποταμό δεν αναφέρεται ούτε ο Αριστόβουλος ούτε ο Πτολεμαίος, τους οποίους κυρίως ακολουθώ. Και εγώ ο ίδιος δεν μπορώ με βεβαιότητα να συμπεράνω, κατά πόσο γεφυρώθηκε το πέρασμα με πλοία, όπως ακριβώς ο Ελλήσποντος από τον Ξέρξη και ο Βόσπορος και ο Ίστρος από τον Δαρείο, ή αν κατασκεύασαν στον Αλέξανδρο μόνιμη γέφυρα πάνω στον ποταμό. Νομίζω όμως ότι μάλλον με πλοία γεφυρώθηκε ο ποταμός, επειδή το βάθος του νερού δεν θα επέτρεπε την κατασκευή γέφυρας ούτε ήταν άλλωστε δυνατό να εκτελεσθεί ένα τόσο ασυνήθιστο έργο σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. [5.7.2] Αν πάλι γεφυρώθηκε το πέρασμα με πλοία, ήταν άραγε αρκετό για τη γεφύρωση να συνδεθούν τα πλοία με σχοινιά και να στερεωθούν με άγκυρες το ένα πίσω από το άλλο, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος ότι γεφυρώθηκε ο Ελλήσποντος, ή κατασκευάσθηκε με τον τρόπο που γεφυρώνουν οι Ρωμαίοι τον Ίστρο ποταμό ή τον κελτικό Ρήνο, και κάθε φορά που τους το επέβαλε η ανάγκη τον Ευφράτη και τον Τίγρητα. Εγώ ούτε και γι᾽ αυτό μπορώ να καταλήξω.
[5.7.3] Ωστόσο η ταχύτερη γεφύρωση, όσο εγώ γνωρίζω, γίνεται από τους Ρωμαίους με πλοία και θα την περιγράψω ευθύς αμέσως, επειδή είναι αξιόλογη. Τα πλοία τους ανοίγονται, όταν δοθεί το σύνθημα, όχι όμως με την πλώρη, αλλά όπως ακριβώς όταν ανακρούουν πρύμνα. Το ρεύμα, όπως είναι φυσικό, παρασύρει τα πλοία, τα συγκρατεί όμως στα ανοιχτά ένα μικρό κωπήλατο πλοίο, έως ότου τα οδηγήσει στην καθορισμένη θέση. Εκεί τότε ρίχνονται στη θάλασσα από την πλώρη κάθε πλοίου πλέγματα από λυγαριά σε σχήμα πυραμίδας γεμάτα με απελέκητες πέτρες, για να μην αφήνουν το πλοίο να παρασυρθεί προς την κατεύθυνση του ρεύματος. [5.7.4] Μόλις, λοιπόν, συγκρατηθεί ένα από τα πλοία, αγκυροβολεί αμέσως και ένα άλλο δίπλα του με την πλώρη αντίθετη προς την κατεύθυνση του ρεύματος. Απέχει από το πρώτο απόσταση ανάλογη προς το βάρος του φορτίου που πρόκειται να σηκώσει. Επάνω και στα δύο πλοία τοποθετούνται χωρίς καθυστέρηση ξύλα σε ευθεία γραμμή όπως και άλλες σανίδες διαγωνίως για να τα συνδέσουν μεταξύ τους. Κατά τον ίδιο τρόπο συνεχίζεται το έργο σε όλα τα πλοία που χρειάζονται για τη γεφύρωση του περάσματος.
[5.7.5] Στις δύο πλευρές της γέφυρας προεξέχουν κλίμακες στερεωμένες στο έδαφος, για να περνούν με μεγαλύτερη ασφάλεια τα άλογα και τα υποζύγια και για να χρησιμεύουν συγχρόνως ως σύνδεσμος της γέφυρας. Όλα τελειώνουν σε λίγο χρόνο και με πολύ θόρυβο, δεν λείπει όμως και η τάξη σε όσα γίνονται. Οι ενδεχόμενες παροτρύνσεις στο κάθε πλοίο και οι επιπλήξεις για παραλείψεις δεν εμποδίζουν ούτε να ακούονται καθαρά τα παραγγέλματα ούτε να εκτελείται γρήγορα η εργασία.
[5.8.1] Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, έχουν από παλιά εξασκηθεί οι Ρωμαίοι σε αυτά. Πώς όμως γεφύρωσε ο Αλέξανδρος τον Ινδό ποταμό, δεν μπορώ να εξηγήσω, επειδή δεν το αναφέρουν ούτε και αυτοί που εξεστράτευσαν μαζί του. Νομίζω όμως ότι γεφυρώθηκε με τρόπο πολύ παρόμοιο με αυτούς· αν πάντως γεφυρώθηκε με κάποια άλλη τεχνική, ας είναι και έτσι. [5.8.2] Αφού πέρασε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος στην αντίπερα όχθη του Ινδού ποταμού, θυσίασε πάλι και εκεί σύμφωνα με το έθιμο. Μετά κίνησε από την περιοχή του Ινδού και έφθασε στα Τάξιλα, πόλη μεγάλη και πλούσια, τη μεγαλύτερη από όσες υπήρχαν μεταξύ του Ινδού και του Υδάσπη. Εκεί τον υποδέχθηκαν φιλικά ο Ταξίλης, ο ύπαρχος της πόλης, και οι Ινδοί της περιοχής εκείνης. Και ο Αλέξανδρος τους παραχώρησε όσα γειτονικά εδάφη του ζήτησαν. [5.8.3] Εκεί ήρθαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις από τον Αβισάρη, τον βασιλιά των ορεινών Ινδών, ο αδελφός του Αβισάρη και άλλοι μαζί με αυτόν, οι επισημότεροι, καθώς και άλλοι πρέσβεις από τον νομάρχη Δοξάρη και του έφεραν δώρα. Στα Τάξιλα ο Αλέξανδρος πρόσφερε πάλι τις συνηθισμένες θυσίες και τέλεσε γυμνικό και ιππικό αγώνα. Διόρισε επίσης σατράπη των Ινδών της περιοχής εκείνης τον Φίλιππο, τον γιο του Μαχάτα, και άφησε στα Τάξιλα φρουρά και όσους στρατιώτες του λόγω ασθένειας ήταν ανίκανοι για μάχη. Ο ίδιος προχώρησε προς τον ποταμό Υδάσπη.
[5.8.4] Του ανήγγειλαν ότι στην απέναντι όχθη του Υδάσπη βρισκόταν ο Πώρος με όλο τον στρατό του αποφασισμένος να τον εμποδίσει να διαβεί ή αν θα περνούσε, να του επιτεθεί. Όταν πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος, έστειλε τον Κοίνο, τον γιο του Πολεμοκράτη, πίσω στον Ινδό ποταμό και τον διέταξε να μεταφέρει στον ποταμό Υδάσπη όσα πλοία είχαν ετοιμασθεί με διαταγή του για τη διάβαση του Ινδού, αφού πρώτα τα διαλύσει. [5.8.5] Διαλύθηκαν πράγματι τα πλοία και μεταφέρθηκαν στον Αλέξανδρο, δηλαδή τα μικρότερα κόπηκαν στα δύο, ενώ οι τριακόντοροι κόπηκαν στα τρία.
Τα κομμάτια μεταφέρθηκαν σε αμάξια ως την όχθη του Υδάσπη. Εκεί συνδέθηκαν και πάλι έγινε ορατό ολόκληρο το ναυτικό του στον Υδάσπη. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος παρέλαβε τον στρατό, με τον οποίο έφθασε στα Τάξιλα, καθώς και πέντε χιλιάδες Ινδούς στρατιώτες που του έφεραν ο Ταξίλης και οι ύπαρχοι της περιοχής εκείνης και άρχισε να προχωρεί προς τον ποταμό Υδάσπη.