Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (5.38.1-5.42.2)

[5.38.1] Ἐν δὲ τούτῳ ἐδόκει πρῶτον τοῖς βοιωτάρχαις καὶ Κορινθίοις καὶ Μεγαρεῦσι καὶ τοῖς ἀπὸ Θρᾴκης πρέσβεσιν ὀμόσαι ὅρκους ἀλλήλοις ἦ μὴν ἔν τε τῷ παρατυχόντι ἀμυνεῖν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ μηδὲ ξυμβήσεσθαι ἄνευ κοινῆς γνώμης, καὶ οὕτως ἤδη τοὺς Βοιωτοὺς καὶ Μεγαρέας (τὸ γὰρ αὐτὸ ἐποίουν) πρὸς τοὺς Ἀργείους σπένδεσθαι. [5.38.2] πρὶν δὲ τοὺς ὅρκους γενέσθαι οἱ βοιωτάρχαι ἐκοίνωσαν ταῖς τέσσαρσι βουλαῖς τῶν Βοιωτῶν ταῦτα, αἵπερ ἅπαν τὸ κῦρος ἔχουσιν, καὶ παρῄνουν γενέσθαι ὅρκους ταῖς πόλεσιν, ὅσαι βούλονται ἐπ᾽ ὠφελίᾳ σφίσι ξυνομνύναι. [5.38.3] οἱ δ᾽ ἐν ταῖς βουλαῖς τῶν Βοιωτῶν ὄντες οὐ προσδέχονται τὸν λόγον, δεδιότες μὴ ἐναντία Λακεδαιμονίοις ποιήσωσι, τοῖς ἐκείνων ἀφεστῶσι Κορινθίοις ξυνομνύντες· οὐ γὰρ εἶπον αὐτοῖς οἱ βοιωτάρχαι τὰ ἐκ τῆς Λακεδαίμονος, ὅτι τῶν τε ἐφόρων Κλεόβουλος καὶ Ξενάρης καὶ οἱ φίλοι παραινοῦσιν Ἀργείων πρῶτον καὶ Κορινθίων γενομένους ξυμμάχους ὕστερον μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων γίγνεσθαι, οἰόμενοι τὴν βουλήν, κἂν μὴ εἴπωσιν, οὐκ ἄλλα ψηφιεῖσθαι ἢ ἃ σφίσι προδιαγνόντες παραινοῦσιν. [5.38.4] ὡς δὲ ἀντέστη τὸ πρᾶγμα, οἱ μὲν Κορίνθιοι καὶ οἱ ἀπὸ Θρᾴκης πρέσβεις ἄπρακτοι ἀπῆλθον, οἱ δὲ βοιωτάρχαι μέλλοντες πρότερον, εἰ ταῦτα ἔπεισαν, καὶ τὴν ξυμμαχίαν πειράσεσθαι πρὸς Ἀργείους ποιεῖν, οὐκέτι ἐσήνεγκαν περὶ Ἀργείων ἐς τὰς βουλάς, οὐδὲ ἐς τὸ Ἄργος τοὺς πρέσβεις οὓς ὑπέσχοντο ἔπεμπον, ἀμέλεια δέ τις ἐνῆν καὶ διατριβὴ τῶν πάντων.
[5.39.1] Καὶ ἐν τῷ αὐτῷ χειμῶνι τούτῳ Μηκύβερναν Ὀλύνθιοι, Ἀθηναίων φρουρούντων, ἐπιδραμόντες εἷλον.
[5.39.2] Μετὰ δὲ ταῦτα (ἐγίγνοντο γὰρ αἰεὶ λόγοι τοῖς τε Ἀθηναίοις καὶ Λακεδαιμονίοις περὶ ὧν εἶχον ἀλλήλων) ἐλπίζοντες οἱ Λακεδαιμόνιοι, εἰ Πάνακτον Ἀθηναῖοι παρὰ Βοιωτῶν ἀπολάβοιεν, κομίσασθαι ἂν αὐτοὶ Πύλον, ἦλθον ἐς τοὺς Βοιωτοὺς πρεσβευόμενοι καὶ ἐδέοντο σφίσι Πάνακτόν τε καὶ τοὺς Ἀθηναίων δεσμώτας παραδοῦναι, ἵνα ἀντ᾽ αὐτῶν Πύλον κομίσωνται. [5.39.3] οἱ δὲ Βοιωτοὶ οὐκ ἔφασαν ἀποδώσειν, ἢν μὴ σφίσι ξυμμαχίαν ἰδίαν ποιήσωνται ὥσπερ Ἀθηναίοις. Λακεδαιμόνιοι δὲ εἰδότες μὲν ὅτι ἀδικήσουσιν Ἀθηναίους, εἰρημένον ἄνευ ἀλλήλων μήτε σπένδεσθαί τῳ μήτε πολεμεῖν, βουλόμενοι δὲ τὸ Πάνακτον παραλαβεῖν ὡς τὴν Πύλον ἀντ᾽ αὐτοῦ κομιούμενοι, καὶ ἅμα τῶν ξυγχέαι σπευδόντων τὰς σπονδὰς προθυμουμένων τὰ ἐς Βοιωτούς, ἐποιήσαντο τὴν ξυμμαχίαν τοῦ χειμῶνος τελευτῶντος ἤδη καὶ πρὸς ἔαρ· καὶ τὸ Πάνακτον εὐθὺς καθῃρεῖτο. καὶ ἑνδέκατον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα.
[5.40.1] Ἅμα δὲ τῷ ἦρι εὐθὺς τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους οἱ Ἀργεῖοι, ὡς οἵ τε πρέσβεις τῶν Βοιωτῶν οὓς ἔφασαν πέμψειν οὐχ ἧκον τό τε Πάνακτον ᾔσθοντο καθαιρούμενον καὶ ξυμμαχίαν ἰδίαν γεγενημένην τοῖς Βοιωτοῖς πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, ἔδεισαν μὴ μονωθῶσι καὶ ἐς Λακεδαιμονίους πᾶσα ἡ ξυμμαχία χωρήσῃ· [5.40.2] τοὺς γὰρ Βοιωτοὺς ᾤοντο πεπεῖσθαι ὑπὸ Λακεδαιμονίων τό τε Πάνακτον καθελεῖν καὶ ἐς τὰς Ἀθηναίων σπονδὰς ἐσιέναι, τούς τε Ἀθηναίους εἰδέναι ταῦτα, ὥστε οὐδὲ πρὸς Ἀθηναίους ἔτι σφίσιν εἶναι ξυμμαχίαν ποιήσασθαι, πρότερον ἐλπίζοντες ἐκ τῶν διαφορῶν, εἰ μὴ μείνειαν αὐτοῖς αἱ πρὸς Λακεδαιμονίους σπονδαί, τοῖς γοῦν Ἀθηναίοις ξύμμαχοι ἔσεσθαι. [5.40.3] ἀποροῦντες οὖν ταῦτα οἱ Ἀργεῖοι, καὶ φοβούμενοι μὴ Λακεδαιμονίοις καὶ Τεγεάταις, Βοιωτοῖς καὶ Ἀθηναίοις ἅμα πολεμῶσι, πρότερον οὐ δεχόμενοι τὰς Λακεδαιμονίων σπονδάς, ἀλλ᾽ ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι, ἔπεμπον ὡς ἐδύναντο τάχιστα ἐς τὴν Λακεδαίμονα πρέσβεις Εὔστροφον καὶ Αἴσωνα, οἳ ἐδόκουν προσφιλέστατοι αὐτοῖς εἶναι, ἡγούμενοι ἐκ τῶν παρόντων κράτιστα πρὸς Λακεδαιμονίους σπονδὰς ποιησάμενοι, ὅπῃ ἂν ξυγχωρῇ, ἡσυχίαν ἔχειν. [5.41.1] καὶ οἱ πρέσβεις ἀφικόμενοι αὐτῶν λόγους ἐποιοῦντο πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἐφ᾽ ᾧ ἂν σφίσιν αἱ σπονδαὶ γίγνοιντο. [5.41.2] καὶ τὸ μὲν πρῶτον οἱ Ἀργεῖοι ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν σφίσι γενέσθαι ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἰδιώτην περὶ τῆς Κυνουρίας γῆς, ἧς αἰεὶ πέρι διαφέρονται μεθορίας οὔσης (ἔχει δὲ ἐν αὑτῇ Θυρέαν καὶ Ἀνθήνην πόλιν, νέμονται δ᾽ αὐτὴν Λακεδαιμόνιοι)· ἔπειτα δ᾽ οὐκ ἐώντων Λακεδαιμονίων μεμνῆσθαι περὶ αὐτῆς, ἀλλ᾽, εἰ βούλονται σπένδεσθαι ὥσπερ πρότερον, ἑτοῖμοι εἶναι, οἱ Ἀργεῖοι πρέσβεις τάδε ὅμως ἐπηγάγοντο τοὺς Λακεδαιμονίους ξυγχωρῆσαι, ἐν μὲν τῷ παρόντι σπονδὰς ποιήσασθαι ἔτη πεντήκοντα, ἐξεῖναι δ᾽ ὁποτεροισοῦν προκαλεσαμένοις, μήτε νόσου οὔσης μήτε πολέμου Λακεδαίμονι καὶ Ἄργει, διαμάχεσθαι περὶ τῆς γῆς ταύτης, ὥσπερ καὶ πρότερόν ποτε ὅτε αὐτοὶ ἑκάτεροι ἠξίωσαν νικᾶν, διώκειν δὲ μὴ ἐξεῖναι περαιτέρω τῶν πρὸς Ἄργος καὶ Λακεδαίμονα ὅρων. [5.41.3] τοῖς δὲ Λακεδαιμονίοις τὸ μὲν πρῶτον ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, ἔπειτα (ἐπεθύμουν γὰρ τὸ Ἄργος πάντως φίλιον ἔχειν) ξυνεχώρησαν ἐφ᾽ οἷς ἠξίουν καὶ ξυνεγράψαντο. ἐκέλευον δ᾽ οἱ Λακεδαιμόνιοι, πρὶν τέλος τι αὐτῶν ἔχειν, ἐς τὸ Ἄργος πρῶτον ἐπαναχωρήσαντας αὐτοὺς δεῖξαι τῷ πλήθει, καὶ ἢν ἀρέσκοντα ᾖ, ἥκειν ἐς τὰ Ὑακίνθια τοὺς ὅρκους ποιησομένους. καὶ οἱ μὲν ἀνεχώρησαν· [5.42.1] ἐν δὲ τῷ χρόνῳ τούτῳ ᾧ οἱ Ἀργεῖοι ταῦτα ἔπρασσον, οἱ πρέσβεις τῶν Λακεδαιμονίων Ἀνδρομένης καὶ Φαίδιμος καὶ Ἀντιμενίδας, οὓς ἔδει τὸ Πάνακτον καὶ τοὺς ἄνδρας τοὺς παρὰ Βοιωτῶν παραλαβόντας Ἀθηναίοις ἀποδοῦναι, τὸ μὲν Πάνακτον ὑπὸ τῶν Βοιωτῶν αὐτῶν καθῃρημένον ηὗρον, ἐπὶ προφάσει ὡς ἦσάν ποτε Ἀθηναίοις καὶ Βοιωτοῖς ἐκ διαφορᾶς περὶ αὐτοῦ ὅρκοι παλαιοὶ μηδετέρους οἰκεῖν τὸ χωρίον, ἀλλὰ κοινῇ νέμειν, τοὺς δ᾽ ἄνδρας οὓς εἶχον αἰχμαλώτους Βοιωτοὶ Ἀθηναίων παραλαβόντες οἱ περὶ τὸν Ἀνδρομένη ἐκόμισαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ ἀπέδοσαν, τοῦ τε Πανάκτου τὴν καθαίρεσιν ἔλεγον αὐτοῖς, νομίζοντες καὶ τοῦτο ἀποδιδόναι· πολέμιον γὰρ οὐκέτι ἐν αὐτῷ Ἀθηναίοις οἰκήσειν οὐδένα. [5.42.2] λεγομένων δὲ τούτων οἱ Ἀθηναῖοι δεινὰ ἐποίουν, νομίζοντες ἀδικεῖσθαι ὑπὸ Λακεδαιμονίων τοῦ τε Πανάκτου τῇ καθαιρέσει, ὃ ἔδει ὀρθὸν παραδοῦναι, καὶ πυνθανόμενοι ὅτι καὶ Βοιωτοῖς ἰδίᾳ ξυμμαχίαν πεποίηνται, φάσκοντες πρότερον κοινῇ τοὺς μὴ δεχομένους τὰς σπονδὰς προσαναγκάσειν. τά τε ἄλλα ἐσκόπουν ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς ξυνθήκης καὶ ἐνόμιζον ἐξηπατῆσθαι, ὥστε χαλεπῶς πρὸς τοὺς πρέσβεις ἀποκρινάμενοι ἀπέπεμψαν.

[5.38.1] Στο μεταξύ, οι Βοιωτάρχες και οι πρέσβεις των Κορινθίων, των Μεγαριτών και των πολιτειών της Θράκης αποφάσισαν, πριν απ᾽ όλα, ν᾽ αναλάβουν με όρκους την υποχρέωση να βοηθούν η μια πολιτεία την άλλη, όταν θα υπάρχει ανάγκη και να κηρύσσουν πόλεμο ή να κάνουν ειρήνη μόνο από κοινού και μετά από αυτό οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς —που ακολουθούσαν κοινή πολιτική— θα έκαναν συμμαχία με το Άργος. [5.38.2] Πριν γίνουν οι όρκοι, οι Βοιωτάρχες τα ανακοίνωσαν αυτά στις τέσσερις βουλές των Βοιωτών που έχουν την ανώτατη εξουσία, με την σύσταση να δεθούν με όρκους μ᾽ όλες τις πολιτείες που θα δέχονταν να κάνουν μαζί τους αμοιβαίους όρκους. [5.38.3] Αλλά οι Βοιωτικές βουλές δεν δέχτηκαν την πρόταση, από φόβο μην έρθουν σε αντίθεση προς τους Λακεδαιμονίους αν συμμαχήσουν με τους Κορινθίους που είχαν αποσπαστεί από την Σπάρτη. Οι Βοιωτάρχες δεν τους είχαν ανακοινώσει το μήνυμα των Λακεδαιμονίων ότι, δηλαδή, οι έφοροι Κλεόβουλος και Ξενάρης και οι φίλοι τους, τους συμβούλευαν να συμμαχήσουν πρώτα με το Άργος και την Κόρινθο και μετά να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Οι Βοιωτάρχες είχαν την πεποίθηση ότι, και χωρίς να τους το έχουν ανακοινώσει, οι βουλές δεν θ᾽ αποφάσιζαν άλλα από τα όσα οι ίδιοι είχαν αποφασίσει και προτείνει. [5.38.4] Μετά από την αποτυχία αυτήν οι πρέσβεις της Κορίνθου και των πολιτειών της Θράκης, έφυγαν άπρακτοι και οι Βοιωτάρχες, οι οποίοι —αν είχαν επιτύχει— έπρεπε να προσπαθήσουν να κάνουν συμμαχία με το Άργος, δεν έκαναν πια στις βουλές καμιά πρόταση σχετικά με το Άργος, ούτε έστειλαν πρέσβεις στο Άργος, καθώς είχαν υποσχεθεί. Έτσι όλο το ζήτημα παραμελήθηκε και αναβλήθηκε.
[5.39.1] Τον ίδιο χειμώνα οι Ολύνθιοι κυρίεψαν με έφοδο την Μηκύβερνα, την οποία φρουρούσαν οι Αθηναίοι. [5.39.2] Μετά απ᾽ αυτό, και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν τις διαπραγματεύσεις για τα όσα δεν είχαν ακόμη αποδώσει, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι ήλπιζαν ότι, αν το Πάνακτον αποδοθεί από τους Βοιωτούς στους Αθηναίους, τότε και αυτοί θα έπαιρναν πίσω την Πύλο, έστειλαν πρεσβεία στους Βοιωτούς και τους παρακάλεσαν να τους παραδώσουν το Πάνακτον και τους Αθηναίους αιχμαλώτους που είχαν, ώστε να τ᾽ ανταλλάξουν με την Πύλο. [5.39.3] Αλλά οι Βοιωτοί είπαν ότι δεν θα τ᾽ αποδώσουν, αν οι Λακεδαιμόνιοι δεν κάνουν μαζί τους ιδιαίτερη συμμαχία όμοια μ᾽ εκείνην που είχαν κάνει με τους Αθηναίους. Οι Λακεδαιμόνιοι ήξεραν ότι έτσι θα παραβαίναν την υποχρέωσή τους προς τους Αθηναίους, αφού είχε συμφωνηθεί ότι θα έκαναν από κοινού συμμαχίες ή πόλεμο, αλλά ήθελαν να πάρουν το Πάνακτον για να το ανταλλάξουν με την Πύλο. Ταυτόχρονα, επειδή όσοι ήθελαν να καταγγελθεί η ειρήνη, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να γίνει συμμαχία με τους Βοιωτούς, οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν, τελικά, συμμαχία μαζί τους στο τέλος του χειμώνα ή στην αρχή της άνοιξης. Οι Βοιωτοί άρχισαν, αμέσως, να κατεδαφίζουν το Πάνακτον. Έτσι τέλειωσε ο ενδέκατος χρόνος του πολέμου.
[5.40.1] Στην αρχή του επόμενου καλοκαιριού, με την άνοιξη, οι Αργείοι, βλέποντας ότι οι πρέσβεις των Βοιωτών, που επρόκειτο να σταλούν, δεν έφταναν και μαθαίνοντας ότι κατεδαφιζόταν το Πάνακτον και ότι οι Βοιωτοί είχαν κάνει ιδιαίτερη συμμαχία με τους Λακεδαιμονίους, φοβήθηκαν μην απομονωθούν και στραφούν όλοι οι σύμμαχοί τους προς τους Λακεδαιμονίους. [5.40.2] Νόμιζαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν πείσει τους Βοιωτούς να κατεδαφίσουν το Πάνακτον και να προσχωρήσουν στην συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους και νόμιζαν ακόμη ότι οι Αθηναίοι τα ήξεραν όλα αυτά και ότι, επομένως, ούτε με τους Αθηναίους θα μπορούσαν να κάνουν συμμαχία, ενώ έως τότε λογάριαζαν ότι, αν δεν ανανεωνόταν η συνθήκη συμμαχίας που είχαν με τους Λακεδαιμονίους, θα μπορούσαν, εξαιτίας των διαφορών μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, να κάνουν συμμαχία με την Αθήνα. [5.40.3] Οι Αργείοι βρίσκονταν σε αμηχανία και ενώ, πριν, είχαν αρνηθεί ν᾽ ανανεώσουν την συμμαχία τους με τους Λακεδαιμονίους με την επιδίωξη να κυριαρχήσουν στην Πελοπόννησο, τώρα φοβόνταν μην βρεθούν στην ανάγκη ν᾽ αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τους Λακεδαιμονίους, τους Τεγεάτες, τους Βοιωτούς και τους Αθηναίους. Έστειλαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα πρέσβεις στην Σπάρτη, τον Εύστροφο και τον Αίσωνα, πρόσωπα που θα ήσαν πολύ αρεστά στους Λακεδαιμονίους. Θεωρούσαν ότι το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν στην περίσταση αυτή, ήταν να διαπραγματευθούν συμμαχία με την Σπάρτη, με τους καλύτερους δυνατούς όρους, κι έτσι να εξασφαλίσουν την ησυχία τους.
[5.41.1] Οι πρέσβεις έφτασαν στην Σπάρτη και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους Λακεδαιμονίους για τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει μια συνθήκη. [5.41.2] Οι Αργείοι ζήτησαν πρώτα να υποβληθεί στην διαιτησία μιας πολιτείας ή ενός προσώπου η παλιά τους διαφορά για την περιοχή της Κυνουρίας που βρίσκεται στα κοινά τους σύνορα (περιλαμβάνει την Θυρέα και την Ανθήνη και την κατέχουν οι Λακεδαιμόνιοι), αλλά οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να γίνει λόγος για το ζήτημα αυτό και είπαν ότι, αν οι Αργείοι δέχονταν τους ίδιους όρους όπως και πριν, ήσαν έτοιμοι και οι ίδιοι να κάνουν συμμαχία. Οι Αργείοι πρέσβεις έπεισαν τους Λακεδαιμονίους να δεχθούν τους ακόλουθους όρους: Να γίνει πενηντάχρονη ειρήνη, αλλά ότι και το Άργος και η Σπάρτη θα είχαν το δικαίωμα, όταν ούτε η μία πολιτεία ούτε η άλλη θα ήσαν σε πόλεμο ή θα υπέφεραν από επιδημία, να προκαλέσουν η μια την άλλη για να κριθεί με μάχη (όπως είχε γίνει και άλλοτε όταν και οι δύο είχαν διεκδικήσει την νίκη) η τύχη της περιοχής αυτής, να μην επιτρέπεται, όμως, στον νικητή να καταδιώξει τον νικημένο πέρα από τα σύνορα της Αργολικής ή της Λακωνικής. [5.41.3] Οι Λακεδαιμόνιοι θεώρησαν στην αρχή ότι ο όρος αυτός ήταν ανόητος, αλλά ύστερα —επειδή ήθελαν οπωσδήποτε να έχουν φιλικές σχέσεις με το Άργος— δέχτηκαν αυτά που τους ζητούσαν και συνέταξαν την συνθήκη. Ζήτησαν όμως, προτού ισχύσει η συνθήκη, να επιστρέψουν οι πρέσβεις στο Άργος και να υποβάλουν το κείμενο στον λαό και αν εγκριθεί να επιστρέψουν όταν θα εορτάζονται τα Υακίνθια για να δώσουν τους όρκους.
Οι πρέσβεις των Αργείων έφυγαν. [5.42.1] Ενώ οι Αργείοι έκαναν τις διαπραγματεύσεις αυτές, οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων Ανδρομένης, Φαίδιμος και Αντιμενίδας, οι οποίοι έπρεπε να παραλάβουν από τους Βοιωτούς το Πάνακτον και τους Αθηναίους αιχμαλώτους και να τους παραδώσουν στους Αθηναίους, διαπίστωσαν ότι οι Βοιωτοί είχαν κατεδαφίσει το Πάνακτον με την πρόφαση ότι, εξαιτίας παλιάς διαφοράς, οι Βοιωτοί και οι Αθηναίοι είχαν ανταλλάξει όρκους ν᾽ αφήσουν το μέρος ακατοίκητο και να το χρησιμοποιούν από κοινού για τόπο βοσκής. Τους Αθηναίους αιχμαλώτους, όμως, τους παράλαβαν ο Ανδρομένης και οι συνάδελφοί του και τους οδήγησαν στην Αθήνα, όπου τους παράδωσαν. Ανακοίνωσαν στους Αθηναίους την κατεδάφιση του Πανάκτου θεωρώντας ότι και αυτό τους το αποδίδουν, αφού κανείς εχθρός των Αθηναίων δεν θα μπορούσε πια να εγκατασταθεί εκεί. [5.42.2] Αλλά η ανακοίνωση αυτή εξόργισε τους Αθηναίους, οι οποίοι θεώρησαν ότι τους αδικούν οι Λακεδαιμόνιοι παραδίνοντάς τους το Πάνακτον κατεδαφισμένο, ενώ έπρεπε να μείνει άθικτο, και έμαθαν ταυτόχρονα ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάνει συμμαχία με τους Βοιωτούς, ενώ πρωτύτερα είχαν υποσχεθεί ότι, μαζί με τους Αθηναίους, θα εξανάγκαζαν όσους δυστροπούσαν να προσχωρήσουν στην συνθήκη ειρήνης. Θυμήθηκαν και όσα άλλα, αντίθετα προς την συνθήκη, είχαν κάνει οι Λακεδαιμόνιοι και θεώρησαν ότι είχαν εξαπατηθεί. Έδωσαν έντονη απάντηση στους πρέσβεις και τους έδιωξαν.