Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.1.10-5.1.17)

[5.1.10] Μετὰ δὲ ταῦτα Χαβρίας ἐξέπλει εἰς Κύπρον βοηθῶν Εὐαγόρᾳ, πελταστάς τ᾽ ἔχων ὀκτακοσίους καὶ δέκα τριήρεις, προσλαβὼν δὲ καὶ Ἀθήνηθεν ἄλλας τε ναῦς καὶ ὁπλίτας. αὐτὸς δὲ τῆς νυκτὸς ἀποβὰς εἰς τὴν Αἴγιναν πορρωτέρω τοῦ Ἡρακλείου ἐν κοίλῳ χωρίῳ ἐνήδρευσεν, ἔχων τοὺς πελταστάς. ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ, ὥσπερ συνέκειτο, ἧκον οἱ τῶν Ἀθηναίων ὁπλῖται, Δημαινέτου αὐτῶν ἡγουμένου, καὶ ἀνέβαινον τοῦ Ἡρακλείου ἐπέκεινα ὡς ἑκκαίδεκα σταδίους, ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται. [5.1.11] ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Γοργώπας, ἐβοήθει μετά τε τῶν Αἰγινητῶν καὶ σὺν τοῖς τῶν νεῶν ἐπιβάταις καὶ Σπαρτιατῶν οἳ ἔτυχον αὐτόθι παρόντες ὀκτώ. καὶ ἀπὸ τῶν πληρωμάτων δὲ τῶν ἐκ τῶν νεῶν ἐκήρυξε βοηθεῖν ὅσοι ἐλεύθεροι εἶεν· ὥστ᾽ ἐβοήθουν καὶ τούτων πολλοί, ὅ τι ἐδύνατο ἕκαστος ὅπλον ἔχων. [5.1.12] ἐπεὶ δὲ παρήλλαξαν οἱ πρῶτοι τὴν ἐνέδραν, ἐξανίστανται οἱ περὶ τὸν Χαβρίαν, καὶ εὐθὺς ἠκόντιζον καὶ ἔβαλλον. ἐπῇσαν δὲ καὶ οἱ ἐκ τῶν νεῶν ἀποβεβηκότες ὁπλῖται. καὶ οἱ μὲν πρῶτοι, ἅτε οὐδενὸς ἁθρόου ὄντος, ταχὺ ἀπέθανον, ὧν ἦν Γοργώπας τε καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι· ἐπεὶ δὲ οὗτοι ἔπεσον, ἐτράπησαν δὴ καὶ οἱ ἄλλοι. καὶ ἀπέθανον Αἰγινητῶν μὲν ὡς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, ξένοι δὲ καὶ μέτοικοι καὶ ναῦται καταδεδραμηκότες οὐκ ἐλάττους διακοσίων. [5.1.13] ἐκ δὲ τούτου οἱ μὲν Ἀθηναῖοι, ὥσπερ ἐν εἰρήνῃ, ἔπλεον τὴν θάλατταν· οὐδὲ γὰρ τῷ Ἐτεονίκῳ ἤθελον οἱ ναῦται καίπερ ἀναγκάζοντι ἐμβάλλειν, ἐπεὶ μισθὸν οὐκ ἐδίδου.
Ἐκ δὲ τούτου οἱ Λακεδαιμόνιοι Τελευτίαν αὖ †ἐπὶ ταύτῃ† ἐκπέμπουσιν ἐπὶ ταύτας τὰς ναῦς ναύαρχον. ὡς δὲ εἶδον αὐτὸν ἥκοντα οἱ ναῦται, ὑπερήσθησαν. ὁ δ᾽ αὐτοὺς συγκα λέσας εἶπε τοιάδε· [5.1.14] Ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἐγὼ χρήματα μὲν οὐκ ἔχων ἥκω· ἐὰν μέντοι θεὸς ἐθέλῃ καὶ ὑμεῖς συμπροθυμῆσθε, πειράσομαι τὰ ἐπιτήδεια ὑμῖν ὡς πλεῖστα πορίζειν. εὖ δ᾽ ἴστε, ἐγὼ ὅταν ὑμῶν ἄρχω, εὔχομαί τε οὐδὲν ἧττον ζῆν ὑμᾶς ἢ καὶ ἐμαυτόν, τά τ᾽ ἐπιτήδεια θαυμάσαιτε μὲν ἂν ἴσως, εἰ φαίην βούλεσθαι ὑμᾶς μᾶλλον ἢ ἐμὲ ἔχειν· ἐγὼ δὲ νὴ τοὺς θεοὺς καὶ δεξαίμην ἂν αὐτὸς μᾶλλον δύο ἡμέρας ἄσιτος ἢ ὑμᾶς μίαν γενέσθαι· ἥ γε μὴν θύρα ἡ ἐμὴ ἀνέῳκτο μὲν δήπου καὶ πρόσθεν εἰσιέναι τῷ δεομένῳ τι ἐμοῦ, ἀνεῴξεται δὲ καὶ νῦν. [5.1.15] ὥστε ὅταν ὑμεῖς πλήρη ἔχητε τὰ ἐπιτήδεια, τότε καὶ ἐμὲ ὄψεσθε ἀφθονώτερον διαιτώμενον· ἂν δὲ ἀνεχόμενόν με ὁρᾶτε καὶ ψύχη καὶ θάλπη καὶ ἀγρυπνίαν, οἴεσθε καὶ ὑμεῖς ταῦτα πάντα καρτερεῖν. οὐδὲν γὰρ ἐγὼ τούτων κελεύω ὑμᾶς ποιεῖν ἵνα ἀνιᾶσθε, ἀλλ᾽ ἵνα ἐκ τούτων ἀγαθόν τι λαμβάνητε. [5.1.16] καὶ ἡ πόλις δέ τοι, ἔφη, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἡ ἡμετέρα, ἣ δοκεῖ εὐδαίμων εἶναι, εὖ ἴστε ὅτι τἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ ἐκτήσατο οὐ ῥᾳθυμοῦσα, ἀλλὰ ἐθέλουσα καὶ πονεῖν καὶ κινδυνεύειν, ὁπότε δέοι. καὶ ὑμεῖς οὖν ἦτε μὲν καὶ πρότερον, ὡς ἐγὼ οἶδα, ἄνδρες ἀγαθοί· νῦν δὲ πειρᾶσθαι χρὴ ἔτι ἀμείνους γίγνεσθαι, ἵν᾽ ἡδέως μὲν συμπονῶμεν, ἡδέως δὲ συνευδαιμονῶμεν. [5.1.17] τί γὰρ ἥδιον ἢ μηδένα ἀνθρώπων κολακεύειν μήτε Ἕλληνα μήτε βάρβαρον ἕνεκα μισθοῦ, ἀλλ᾽ ἑαυτοῖς ἱκανοὺς εἶναι τὰ ἐπιτήδεια πορίζεσθαι, καὶ ταῦτα ὅθενπερ κάλλιστον; ἡ γάρ τοι ἐν πολέμῳ ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀφθονία εὖ ἴστε ὅτι ἅμα τροφήν τε καὶ εὔκλειαν ἐν πᾶσιν ἀνθρώποις παρέχεται.

[5.1.10] Ύστερα απ᾽ αυτά ο Χαβρίας έκανε πανιά για την Κύπρο, για να βοηθήσει τον Ευαγόρα, έχοντας μαζί του οχτακόσιους πελταστές και δέκα πολεμικά, καθώς κι άλλα πλοία κι οπλίτες που είχε παραλάβει από την Αθήνα. Τη νύχτα βγήκε ο ίδιος στην Αίγινα κι έστησε καρτέρι με τους πελταστές σε μια κοιλάδα πέρα από το Ηράκλειο. Σαν ξημέρωσε ήρθαν οι Αθηναίοι οπλίτες, όπως είχε συμφωνηθεί, μ᾽ αρχηγό τον Δημαίνετο, κι ανέβηκαν σ᾽ ένα σημείο δεκάξι στάδια πέρα από το Ηράκλειο, το λεγόμενο Τριπυργία. [5.1.11] Όταν τα ᾽μαθε αυτά ο Γοργώπας, βγήκε να τους αντιμετωπίσει με τους Αιγινήτες, τους πεζοναύτες των καραβιών και τους οχτώ Σπαρτιάτες που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Κάλεσε σ᾽ ενίσχυση κι όσους από τα πληρώματα ήταν ελεύθεροι πολίτες, κι ήρθαν κι από κείνους αρκετοί, ο καθένας μ᾽ ό,τι όπλο βρήκε πρόχειρο [5.1.13] το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Αθηναίοι κυκλοφορούσαν στη θάλασσα όπως τον καιρό της ειρήνης.
[387 π.Χ.]
Κατόπιν οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν ξανά τον Τελευτία ναύαρχο σ᾽ εκείνα τα πλοία. Όταν τον είδαν τα πληρώματα να φτάνει, ενθουσιάστηκαν. Αυτός τότε τους συγκέντρωσε και τους είπε τα εξής:
[5.1.14] «Στρατιώτες, εγώ ήρθα δίχως χρήματα· αν όμως το θέλει ο θεός, κι αν κάνετε και εσείς ό,τι πρέπει, θα προσπαθήσω να σας εξασφαλίσω όσο γίνεται καλύτερο ανεφοδιασμό. Να το ξέρετε άλλωστε καλά πως όταν σας διοικώ εγώ, προσεύχομαι το ίδιο για τις δικές σας ζωές όσο και για τη δική μου. Όσο για τροφή, ίσως ν᾽ απορήσετε αν σας πω ότι μ᾽ ενδιαφέρει περισσότερο να ᾽χετε σεις παρά εγώ· μα τους θεούς, θα προτιμούσα να μείνω εγώ ο ίδιος νηστικός δυο μέρες παρά εσείς μία. Η πόρτα μου, καθώς ξέρετε, πάντα ήταν ανοιχτή να μπαίνει όποιος είχε κάτι να μου ζητήσει, κι ανοιχτή θα ᾽ναι και τώρα. [5.1.15] Όταν λοιπόν θα ᾽χετε σεις ό,τι σας χρειάζεται, τότε θα με δείτε και μένα να τρώω πιο πολύ· όσο με βλέπετε όμως να υποφέρω το κρύο και τη ζέστη και την αγρύπνια, να πιστέψετε ότι είναι αναγκαίο να τα υπομείνετε και σεις όλα τούτα. Γιατί εγώ δεν σας λέω να τα κάνετε αυτά για να ταλαιπωρηθείτε, αλλά για να βγάλετε κάποιο όφελος. [5.1.16] Άλλωστε, στρατιώτες», είπε, «να το ξέρετε καλά ότι κι η πόλη —η πόλη μας, που θεωρείται ευτυχισμένη— δεν απέκτησε τα πλούτη και τη δόξα τεμπελιάζοντας, παρά χάρη στην προθυμία της να υποφέρει μόχθους και κινδύνους όποτε ήταν ανάγκη. Το ξέρω ότι κι άλλοτε σταθήκατε παλικάρια, τώρα όμως πρέπει να φανείτε ακόμα πιο γενναίοι, και τότε θα χαιρόμαστε μαζί και τους κόπους και τις επιτυχίες. [5.1.17] Γιατί υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να μην κολακεύετε κανέναν —μήτε Έλληνα μήτε βάρβαρο— για χάρη του μισθού, παρά να ᾽στε ικανοί μονάχοι σας να προμηθεύεστε τον ανεφοδιασμό σας με τον πιο ένδοξο τρόπο; Το ξέρετε δα καλά ότι σε καιρό πολέμου τα πλούτη που παίρνουμε από τον εχθρό δεν μας συντηρούν μονάχα, αλλά και μας δοξάζουν σ᾽ ολωνών τα μάτια».