Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.3.7-5.3.17)

[5.3.7] Ἐκ μέντοι γε τῶν τοιούτων παθῶν [ὡς] ἐγώ φημι ἀνθρώπους παιδεύεσθαι μάλιστα μὲν οὖν ‹ὡς› οὐδ᾽ οἰκέτας χρὴ ὀργῇ κολάζειν· πολλάκις γὰρ καὶ δεσπόται ὀργιζόμενοι μείζω κακὰ ἔπαθον ἢ ἐποίησαν· ἀτὰρ ἀντιπάλοις τὸ μετ᾽ ὀργῆς ἀλλὰ μὴ γνώμῃ προσφέρεσθαι ὅλον ἁμάρτημα. ἡ μὲν γὰρ ὀργὴ ἀπρονόητον, ἡ δὲ γνώμη σκοπεῖ οὐδὲν ἧττον μή τι πάθῃ ἢ ὅπως βλάψῃ τι τοὺς πολεμίους.
[5.3.8] Τοῖς δ᾽ οὖν Λακεδαιμονίοις, ἐπεὶ ἤκουσαν τὸ πρᾶγμα, βουλευομένοις ἐδόκει οὐ φαύλην πεμπτέον δύναμιν εἶναι, ὅπως τό τε φρόνημα τῶν νενικηκότων κατασβεσθείη καὶ μὴ μάτην τὰ πεποιημένα γένοιτο. οὕτω δὲ γνόντες ἡγεμόνα μὲν Ἀγησίπολιν τὸν βασιλέα ἐκπέμπουσι, μετ᾽ αὐτοῦ δὲ ὥσπερ Ἀγησιλάου εἰς τὴν Ἀσίαν τριάκοντα Σπαρτιατῶν. [5.3.9] πολλοὶ δὲ αὐτῷ καὶ τῶν περιοίκων ἐθελονταὶ καλοὶ κἀγαθοὶ ἠκολούθουν, καὶ ξένοι τῶν τροφίμων καλουμένων, καὶ νόθοι τῶν Σπαρτιατῶν, μάλα εὐειδεῖς τε καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει καλῶν οὐκ ἄπειροι. συνεστρατεύοντο δὲ καὶ ἐκ τῶν συμμαχίδων πόλεων ἐθελονταί, καὶ Θετταλῶν γε ἱππεῖς, γνωσθῆναι τῷ Ἀγησιπόλιδι βουλόμενοι, καὶ Ἀμύντας δὲ καὶ Δέρδας ἔτι προθυμότερον ἢ πρόσθεν. Ἀγησίπολις μὲν δὴ ταῦτα πράττων ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν Ὄλυνθον.
[5.3.10] Ἡ δὲ τῶν Φλειασίων πόλις, ἐπαινεθεῖσα μὲν ὑπὸ τοῦ Ἀγησιπόλιδος ὅτι πολλὰ καὶ ταχέως αὐτῷ χρήματα εἰς τὴν στρατιὰν ἔδοσαν, νομίζουσα δ᾽ ἔξω ὄντος Ἀγησιπόλιδος οὐκ ἂν ἐξελθεῖν ἐπ᾽ αὐτοὺς Ἀγησίλαον, οὐδ᾽ ἂν γενέσθαι ὥστε ἅμα ἀμφοτέρους τοὺς βασιλέας ἔξω Σπάρτης εἶναι, θρασέως οὐδὲν τῶν δικαίων ἐποίουν τοῖς κατεληλυθόσιν. οἱ μὲν γὰρ δὴ φυγάδες ἠξίουν τὰ ἀμφίλογα ἐν ἔσῳ δικαστηρίῳ κρίνεσθαι· οἱ δὲ ἠνάγκαζον ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διαδικάζεσθαι. λεγόντων δὲ τῶν κατεληλυθότων καὶ τίς αὕτη δίκη εἴη ὅπου αὐτοὶ οἱ ἀδικοῦντες δικάζοιεν, οὐδὲν εἰσήκουον. [5.3.11] ἐκ τούτου μέντοι ἔρχονται εἰς Λακεδαίμονα οἱ κατελθόντες κατηγορήσοντες τῆς πόλεως, καὶ ἄλλοι δὲ τῶν οἴκοθεν συνηκολούθουν, λέγοντες ὅτι πολλοῖς καὶ τῶν πολιτῶν οὐ δοκοῖεν δίκαια πάσχειν. ἀγανακτήσασα δὲ τούτοις τῶν Φλειασίων ἡ πόλις ἐζημίωσε πάντας ὅσοι μὴ πεμπούσης τῆς πόλεως ἦλθον εἰς Λακεδαίμονα. [5.3.12] οἱ δὲ ζημιωθέντες οἴκαδε μὲν ὤκνουν ἀπιέναι, μένοντες δ᾽ ἐδίδασκον ὡς οὗτοι μὲν εἴησαν οἱ βιαζόμενοι ταῦτα, οἵπερ σφᾶς τε ἐξέβαλον καὶ Λακεδαιμονίους ἀπέκλεισαν, οὗτοι δὲ οἱ πριάμενοί τε τὰ σφέτερα καὶ βιαζόμενοι μὴ ἀποδιδόναι, οὗτοι δὲ καὶ νῦν διαπεπραγμένοι εἰσὶ ζημιωθῆναι σφᾶς αὐτοὺς εἰς Λακεδαίμονα ἐλθόντας, ὅπως τοῦ λοιποῦ μηδεὶς τολμῴη ἰέναι δηλώσων τὰ ἐν τῇ πόλει γιγνόμενα. [5.3.13] τῷ δ᾽ ὄντι ὑβρίζειν δοκούντων τῶν Φλειασίων φρουρὰν φαίνουσιν ἐπ᾽ αὐτοὺς οἱ ἔφοροι. ἦν δὲ οὐ τῷ Ἀγησιλάῳ ἀχθομένῳ ταῦτα· καὶ γὰρ τῷ μὲν πατρὶ αὐτοῦ Ἀρχιδάμῳ ξένοι ἦσαν οἱ περὶ Ποδάνεμον, καὶ τότε τῶν κατεληλυθότων ἦσαν· αὐτῷ δὲ οἱ ἀμφὶ Προκλέα τὸν Ἱππονίκου. [5.3.14] ὡς δὲ τῶν διαβατηρίων γενομένων οὐκ ἔμελλεν, ἀλλ᾽ ἐπορεύετο, πολλαὶ πρεσβεῖαι ἀπήντων καὶ χρήματα ἐδίδοσαν, ὥστε μὴ ἐμβάλλειν. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι οὐχ ἵνα ἀδικοίη στρατεύοιτο, ἀλλ᾽ ὅπως τοῖς ἀδικουμένοις βοηθήσειεν. [5.3.15] οἱ δὲ τελευτῶντες πάντα ἔφασκον ποιήσειν, ἐδέοντό τε μὴ ἐμβάλλειν. ὁ δὲ πάλιν ἔλεγεν ὡς οὐκ ἂν πιστεύσειε λόγοις, καὶ γὰρ τὸ πρότερον ψεύσασθαι αὐτούς, ἀλλ᾽ ἔργου τινὸς πιστοῦ δεῖν ἔφη. ἐρωτώμενος δὲ καὶ τί τοῦτ᾽ ἂν εἴη; πάλιν ἀπεκρίνατο· Ὅπερ καὶ πρόσθεν, ἔφη, ποιήσαντες οὐδὲν ὑφ᾽ ἡμῶν ἠδικήθητε. τοῦτο δὲ ἦν τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι. [5.3.16] οὐκ ἐθελόντων δὲ αὐτῶν τοῦτο ποιεῖν, ἐνέβαλέ τε [καὶ] εἰς τὴν χώραν καὶ ταχὺ περιτειχίσας ἐπολιόρκει αὐτούς. πολλῶν δὲ λεγόντων Λακεδαιμονίων ὡς ὀλίγων ἕνεκεν ἀνθρώπων πόλει ἀπεχθάνοιντο πλέον πεντακισχιλίων ἀνδρῶν· καὶ γὰρ δὴ ὅπως τοῦτ᾽ ἔνδηλον εἴη, οἱ Φλειάσιοι ἐν τῷ φανερῷ τοῖς ἔξω ἐκκλησίαζον· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο. [5.3.17] ὁπότε γὰρ ἐξίοιεν ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ συγγένειαν τῶν φυγάδων, ἐδίδασκε συσσίτιά τε αὑτῶν κατασκευάζειν καὶ εἰς τὰ ἐπιτήδεια ἱκανὸν διδόναι, ὁπόσοι γυμνάζεσθαι ἐθέλοιεν· καὶ ὅπλα δὲ ἐκπορίζειν ἅπασι τούτοις διεκελεύετο, καὶ μὴ ὀκνεῖν εἰς ταῦτα χρήματα δανείζεσθαι. οἱ δὲ ταῦτα ὑπηρετοῦντες ἀπέδειξαν πλείους χιλίων ἀνδρῶν ἄριστα μὲν τὰ σώματα ἔχοντας, εὐτάκτους δὲ καὶ εὐοπλοτάτους· ὥστε τελευτῶντες οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔλεγον ὡς τοιούτων δέοιντο συστρατιωτῶν.

[5.3.7] Τέτοια παθήματα θα ᾽πρεπε, νομίζω, να γίνονται στους ανθρώπους μαθήματα: ούτε καν δούλους δεν πρέπει κανείς να τιμωρεί πάνω στον θυμό του, γιατί πολλές φορές ο αφέντης που θυμώνει κάνει μεγαλύτερο κακό στον εαυτό του παρά στον άλλον· το να επιτίθεται όμως σ᾽ αντιπάλους με θυμό, κι όχι με κρίση, είναι απόλυτο λάθος: ο θυμός είναι απερίσκεπτος, ενώ η κρίση φροντίζει εξίσου ν᾽ αποφύγει τη ζημία, όσο και να βλάψει τους εχθρούς.
[5.3.8] Όταν έμαθαν το γεγονός, οι Λακεδαιμόνιοι συσκέφθηκαν κι αποφάσισαν ότι έπρεπε να στείλουν σημαντική δύναμη, για να ταπεινώσουν την αλαζονεία των νικητών και να μην πάνε χαμένοι οι προηγούμενοι κόποι. Μ᾽ αυτή την απόφαση λοιπόν έστειλαν αρχηγό τον βασιλιά Αγησίπολι, πλαισιωμένο —όπως ο Αγησίλαος στην Ασία— από τριάντα Σπαρτιάτες. [5.3.9] Μαζί του πήγαν και πολλοί επίλεκτοι εθελοντές από τους περιοίκους, ξένοι, απ᾽ αυτούς που ονομάζουν «τροφίμους», καθώς και νόθοι γιοι Σπαρτιατών, πολύ καλοφτιαγμένοι και που δεν τους ήταν άγνωστα τ᾽ αγαθά της πόλης. Στην εκστρατεία πήραν μέρος κι εθελοντές από τις συμμαχικές πόλεις και Θεσσαλοί ιππείς, που ήθελαν να τους γνωρίσει ο Αγησίπολις· επίσης ο Αμύντας κι ο Δέρδας, μ᾽ ακόμα μεγαλύτερη προθυμία από πριν. Έτσι ξεκίνησε ο Αγησίπολις για την Όλυνθο.
[5.3.10] Οι Φλειάσιοι είχαν επαινεθεί από τον Αγησίπολι επειδή είχαν δώσει πολλά χρήματα, και σύντομα, για την εκστρατεία· απ᾽ την άλλη πίστευαν ότι μια κι έλειπε ο Αγησίπολις, ο Αγησίλαος δεν θα μπορούσε να κινηθεί εναντίον τους, γιατί δεν ήταν δυνατόν να λείπουν κι οι δυο βασιλιάδες ταυτόχρονα από τη Σπάρτη· για τούτο αποθρασύνθηκαν κι αρνήθηκαν ολωσδιόλου την απόδοση δικαιοσύνης στους επαναπατρισμένους εξόριστους. Έτσι, ενώ τούτοι απαιτούσαν να κριθούν τ᾽ αμφισβητούμενα δίκαιά τους από αμερόληπτο δικαστήριο, οι άλλοι τους υποχρέωναν να υπαχθούν στα δικαστήρια της ίδιας της πόλης· οι επαναπατρισμένοι έλεγαν, «τί δικαιοσύνη είν᾽ αυτή, όπου δικαστές είναι οι ίδιοι οι ένοχοι;» μα οι άλλοι δεν τους έδιναν σημασία. [5.3.11] Τότε οι επαναπατρισμένοι πήγαν στη Λακεδαίμονα να καταγγείλουν την πόλη τους. Μαζί τους πήγαν κι άλλοι Φλειάσιοι, δηλώνοντας ότι πολλοί ήταν κι οι πολίτες που έβρισκαν άδικη τη μεταχείριση των επαναπατρισμένων. Οι αρχές του Φλειούντος όμως θύμωσαν κι έβαλαν πρόστιμο σ᾽ όσους είχαν πάει στη Λακεδαίμονα χωρίς να τους έχει στείλει η πόλη. [5.3.12] Τότε οι τιμωρημένοι φοβήθηκαν να γυρίσουν πίσω κι έμειναν στη Λακεδαίμονα, εξηγώντας ότι εκείνοι που τους φέρονταν έτσι καταπιεστικά ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που τους είχαν εξορίσει και που αρνήθηκαν να δεχτούν τους Λακεδαιμονίους, οι ίδιοι που είχαν αγοράσει τις περιουσίες τους και που αυθαιρετούσαν για να μην τις επιστρέψουν, οι ίδιοι που τώρα πέτυχαν να επιβληθεί πρόστιμο σ᾽ όσους είχαν έρθει στη Λακεδαίμονα — για να μην τολμάει κανένας στο μέλλον να πηγαίνει να φανερώνει τί γινόταν μέσα στην πόλη.
[5.3.13] Οι έφοροι έκριναν ότι οι Φλειάσιοι είχαν δειχτεί στ᾽ αλήθεια αυθάδεις, και κήρυξαν επιστράτευση εναντίον τους, πράγμα που δεν δυσαρέστησε τον Αγησίλαο: ο πατέρας του Αρχίδαμος είχε άλλοτε δεσμό φιλοξενίας με τους ανθρώπους του Ποδανέμου, που συγκαταλέγονταν τώρα στους επαναπατρισμένους, αλλά κι ο ίδιος συνδεόταν με τους ανθρώπους του Προκλή του Ιππονίκου. [5.3.14] Μόλις πέτυχε η θυσία για το διάβα των συνόρων, λοιπόν, ξεκίνησε δίχως να χάσει καιρό. Στον δρόμο βγήκαν να τον απαντήσουν πολλές πρεσβείες των Φλειασίων, προσφέροντάς του χρήματα για να μην πραγματοποιήσει την εισβολή· εκείνος όμως αποκρινόταν ότι δεν εξεστράτευσε για ν᾽ αδικήσει, αλλά για να βοηθήσει τους αδικουμένους. [5.3.15] Στο τέλος τον ικέτευσαν να μην εισβάλει, δηλώνοντας ότι είναι πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε. Αυτός πάλι είπε ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στα λόγια τους, αφού και πρωτύτερα είχαν φανεί άπιστοι· χρειαζόταν, είπε, κάποια έμπρακτη εγγύηση. Όταν τον ρώτησαν ποιά θα μπορούσε να ᾽ναι αυτή, αποκρίθηκε: «Εκείνο που κι άλλοτε κάνατε, χωρίς εμείς κατόπιν να σας αδικήσουμε σε τίποτα» — εννοώντας να παραδώσουν την ακρόπολη.
[5.3.16] Οι Φλειάσιοι δεν θέλησαν να το δεχτούν αυτό· τότε ο Αγησίλαος εισέβαλε στο έδαφός τους, περιτείχισε γοργά την πόλη και άρχισε την πολιορκία. Επειδή όμως πολλοί Λακεδαιμόνιοι έλεγαν ότι για χάρη λίγων ανθρώπων γίνονται μισητοί σε πόλη με πληθυσμό πάνω από πέντε χιλιάδες άνδρες (και για να το υπογραμμίσουν αυτό οι Φλειάσιοι συγκροτούσαν τις συνελεύσεις τους έτσι που να τους βλέπουν οι πολιορκητές), ο Αγησίλαος σοφίστηκε έναν τρόπο ν᾽ αντιδράσει. [5.3.17] Έδωσε οδηγίες να οργανωθούν συσσίτια και να διατεθούν αρκετά εφόδια για όσους έβγαιναν από την πόλη λόγω συγγένειας ή φιλίας με τους εξορίστους, αρκεί να δέχονταν να εκγυμνασθούν· πρόσταξε και να τους οπλίζουν όλους, δίχως να διστάσουν να δανείζονται γι᾽ αυτόν τον σκοπό. Οι διαταγές εκτελέστηκαν, μ᾽ αποτέλεσμα να οργανωθεί ένα σώμα με περισσότερους από χίλιους άνδρες — τόσο γερούς, πειθαρχημένους και καλά γυμνασμένους, ώστε στο τέλος οι Λακεδαιμόνιοι έλεγαν ότι τέτοιους συμπολεμιστές χρειάζονταν.