Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.3.26-5.4.12)

[5.3.26] Καὶ ὁ Πολυβιάδης δὲ δὴ παντάπασι κακῶς ἔχοντας λιμῷ τοὺς Ὀλυνθίους, διὰ τὸ μήτ᾽ ἐκ τῆς γῆς λαμβάνειν μήτε κατὰ θάλατταν εἰσάγεσθαι σῖτον αὐτοῖς, ἠνάγκασε πέμψαι εἰς Λακεδαίμονα περὶ εἰρήνης. οἱ δ᾽ ἐλθόντες πρέσβεις αὐτοκράτορες συνθήκας ἐποιήσαντο τὸν αὐτὸν μὲν ἐχθρὸν καὶ φίλον Λακεδαιμονίοις νομίζειν, ἀκολουθεῖν δὲ ὅποι ἂν ἡγῶνται καὶ σύμμαχοι εἶναι. καὶ ὀμόσαντες ταῦτα ἐμμενεῖν οὕτως ἀπῆλθον οἴκαδε.
[5.3.27] Προκεχωρηκότων δὲ τοῖς Λακεδαιμονίοις ὥστε Θηβαίους μὲν καὶ τοὺς ἄλλους Βοιωτοὺς παντάπασιν ἐπ᾽ ἐκείνοις εἶναι, Κορινθίους δὲ πιστοτάτους γεγενῆσθαι, Ἀργείους δὲ τεταπεινῶσθαι [διὰ τὸ μηδὲν ἔτι ὠφελεῖν αὐτοὺς τῶν μηνῶν τὴν ὑποφοράν], Ἀθηναίους δὲ ἠρημῶσθαι, τῶν δ᾽ αὖ συμμάχων κεκολασμένων οἳ δυσμενῶς εἶχον αὐτοῖς, παντάπασιν ἤδη καλῶς καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἀρχὴ ἐδόκει αὐτοῖς κατεσκευάσθαι.
[5.4.1] Πολλὰ μὲν οὖν ἄν τις ἔχοι καὶ ἄλλα λέγειν καὶ Ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικά, ὡς θεοὶ οὔτε τῶν ἀσεβούντων οὔτε τῶν ἀνόσια ποιούντων ἀμελοῦσι· νῦν γε μὴν λέξω τὰ προκείμενα. Λακεδαιμόνιοί τε γὰρ οἱ ὀμόσαντες αὐτονόμους ἐάσειν τὰς πόλεις τὴν ἐν Θήβαις ἀκρόπολιν κατασχόντες ὑπ᾽ αὐτῶν μόνων τῶν ἀδικηθέντων ἐκολάσθησαν πρῶτον οὐδ᾽ ὑφ᾽ ἑνὸς τῶν πώποτε ἀνθρώπων κρατηθέντες, τούς τε τῶν πολιτῶν εἰσαγαγόντας εἰς τὴν ἀκρόπολιν αὐτοὺς καὶ βουληθέντας Λακεδαιμονίοις δουλεύειν τὴν πόλιν, ὥστε αὐτοὶ τυραννεῖν, τὴν τούτων ἀρχὴν ἑπτὰ μόνον τῶν φυγόντων ἤρκεσαν καταλῦσαι. ὡς δὲ τοῦτ᾽ ἐγένετο διηγήσομαι.
[5.4.2] Ἦν τις Φιλλίδας, ὃς ἐγραμμάτευε τοῖς περὶ Ἀρχίαν πολεμάρχοις, καὶ τἆλλα ὑπηρέτει, ὡς ἐδόκει, ἄριστα. τούτῳ δ᾽ ἀφιγμένῳ Ἀθήναζε κατὰ πρᾶξίν τινα καὶ πρόσθεν γνώριμος ὢν Μέλων τῶν Ἀθήναζε πεφευγότων Θηβαίων συγγίγνεται, καὶ διαπυθόμενος μὲν τὰ περὶ Ἀρχίαν τε τὸν πολεμαρχοῦντα καὶ τὴν περὶ Φίλιππον τυραννίδα, γνοὺς δὲ μισοῦντα αὐτὸν ἔτι μᾶλλον αὑτοῦ τὰ οἴκοι, πιστὰ δοὺς καὶ λαβὼν συνέθετο ὡς δεῖ ἕκαστα γίγνεσθαι. [5.4.3] ἐκ δὲ τούτου προσλαβὼν ὁ Μέλων ἓξ τοὺς ἐπιτηδειοτάτους τῶν φευγόντων ξιφίδια ἔχοντας καὶ ἄλλο ὅπλον οὐδέν, ἔρχεται πρῶτον μὲν εἰς τὴν χώραν νυκτός· ἔπειτα δὲ ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ πρὸς τὰς πύλας ἦλθον, ὡς δὴ ἐξ ἀγροῦ ἀπιόντες, ἡνίκαπερ οἱ ἀπὸ τῶν ἔργων ὀψιαίτατοι. ἐπεὶ δ᾽ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν, διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν δὲ ἡμέραν διημέρευσαν. [5.4.4] ὁ μὲν οὖν Φιλλίδας τά τε ἄλλα ἐπεμελεῖτο τοῖς πολεμάρχοις, ὡς Ἀφροδίσια ἄγουσιν ἐπ᾽ ἐξόδῳ τῆς ἀρχῆς, καὶ δὴ καὶ γυναῖκας πάλαι ὑπισχνούμενος ἄξειν αὐτοῖς τὰς σεμνοτάτας καὶ καλλίστας τῶν ἐν Θήβαις, τότε ἔφη ἄξειν. οἱ δέ, ἦσαν γὰρ τοιοῦτοι, μάλα ἡδέως προσεδέχοντο νυκτερεύειν. [5.4.5] ἐπεὶ δὲ ἐδείπνησάν τε καὶ συμπροθυμουμένου ἐκείνου ταχὺ ἐμεθύσθησαν, πάλαι κελευόντων ἄγειν τὰς ἑταίρας, ἐξελθὼν ἤγαγε τοὺς περὶ Μέλωνα, τρεῖς μὲν στείλας ὡς δεσποίνας, τοὺς δὲ ἄλλους ὡς θεραπαίνας. [5.4.6] κἀκείνους μὲν εἰσήγαγεν εἰς τὸ προταμιεῖον τοῦ πολεμαρχείου, αὐτὸς δ᾽ εἰσελθὼν εἶπε τοῖς περὶ Ἀρχίαν ὅτι οὐκ ἄν φασιν εἰσελθεῖν αἱ γυναῖκες, εἴ τις τῶν διακόνων ἔνδον ἔσοιτο. ἔνθεν οἱ μὲν ταχὺ ἐκέλευον πάντας ἐξιέναι, ὁ δὲ Φιλλίδας δοὺς οἶνον εἰς ἑνὸς τῶν διακόνων ἐξέπεμψεν αὐτούς. ἐκ δὲ τούτου εἰσήγαγε τὰς ἑταίρας δή, καὶ ἐκάθιζε παρ᾽ ἑκάστῳ. ἦν δὲ σύνθημα, ἐπεὶ καθίζοιντο, παίειν εὐθὺς ἀνακαλυψαμένους. [5.4.7] οἱ μὲν δὴ οὕτω λέγουσιν αὐτοὺς ἀποθανεῖν, οἱ δὲ καὶ ὡς κωμαστὰς εἰσελθόντας τοὺς ἀμφὶ Μέλωνα ἀποκτεῖναι τοὺς πολεμάρχους. λαβὼν δὲ ὁ Φιλλίδας τρεῖς αὐτῶν ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν τοῦ Λεοντιάδου οἰκίαν· κόψας δὲ τὴν θύραν εἶπεν ὅτι παρὰ τῶν πολεμάρχων ἀπαγγεῖλαί τι βούλοιτο. ὁ δὲ ἐτύγχανε μὲν χωρὶς κατακείμενος ἔτι μετὰ δεῖπνον, καὶ ἡ γυνὴ ἐριουργοῦσα παρεκάθητο. ἐκέλευσε δὲ τὸν Φιλλίδαν πιστὸν νομίζων εἰσιέναι. οἱ δ᾽ ἐπεὶ εἰσῆλθον, τὸν μὲν ἀποκτείναντες, τὴν δὲ γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν. ἐξιόντες δὲ εἶπον τὴν θύραν κεκλεῖσθαι· εἰ δὲ λήψονται ἀνεῳγμένην, ἠπείλησαν ἀποκτεῖναι ἅπαντας τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ. [5.4.8] ἐπεὶ δὲ ταῦτα ἐπέπρακτο, λαβὼν δύο ὁ Φιλλίδας τῶν ἀνδρῶν ἦλθε πρὸς τὸ ἀνάκειον, καὶ εἶπε τῷ εἰργμοφύλακι ὅτι ἄνδρα ἄγοι παρὰ πολεμάρχων ὃν εἶρξαι δέοι. ὡς δὲ ἀνέῳξε, τοῦτον μὲν εὐθὺς ἀπέκτειναν, τοὺς δὲ δεσμώτας ἔλυσαν. καὶ τούτους μὲν ταχὺ τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων καθελόντες ὥπλισαν, καὶ ἀγαγόντες ἐπὶ τὸ Ἀμφεῖον θέσθαι ἐκέλευον τὰ ὅπλα. [5.4.9] ἐκ δὲ τούτου εὐθὺς ἐκήρυττον ἐξιέναι πάντας Θηβαίους, ἱππέας τε καὶ ὁπλίτας, ὡς τῶν τυράννων τεθνεώτων. οἱ δὲ πολῖται, ἕως μὲν νὺξ ἦν, ἀπιστοῦντες ἡσυχίαν εἶχον· ἐπεὶ δ᾽ ἡμέρα τ᾽ ἦν καὶ φανερὸν ἦν τὸ γεγενημένον, ταχὺ δὴ καὶ οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ ἱππεῖς σὺν τοῖς ὅπλοις ἐξεβοήθουν. ἔπεμψαν δ᾽ ἱππέας οἱ κατεληλυθότες καὶ ἐπὶ τοὺς πρὸς τοῖς ὁρίοις Ἀθηναίων [τοὺς] δύο τῶν στρατηγῶν. οἱ δ᾽ εἰδότες τὸ πρᾶγμα ἐφ᾽ ὃ ἀπεστάλκεσαν ... [5.4.10] ὁ μέντοι ἐν τῇ ἀκροπόλει ἁρμοστὴς ἐπεὶ ᾔσθετο τὸ νυκτερινὸν κήρυγμα, εὐθὺς ἔπεμψεν εἰς Πλαταιὰς καὶ Θεσπιὰς ἐπὶ βοήθειαν. καὶ τοὺς μὲν Πλαταιᾶς αἰσθόμενοι προσιόντας οἱ τῶν Θηβαίων ἱππεῖς, ἀπαντήσαντες ἀπέκτειναν αὐτῶν πλέον ἢ εἴκοσιν· ἐπεὶ δὲ εἰσῆλθον ταῦτα πράξαντες καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῶν ὁρίων ἤδη παρῆσαν, προσέβαλον πρὸς τὴν ἀκρόπολιν. [5.4.11] ὡς δὲ ἔγνωσαν οἱ ἐν τῇ ἀκροπόλει ὀλίγοι ὄντες, τήν τε προθυμίαν τῶν προσιόντων ἁπάντων ἑώρων, καὶ τῶν κηρυγμάτων μεγάλων γιγνομένων τοῖς πρώτοις ἀναβᾶσιν, ἐκ τούτων φοβηθέντες εἶπον ὅτι ἀπίοιεν ἄν, εἰ σφίσιν ἀσφάλειαν μετὰ τῶν ὅπλων ἀπιοῦσι διδοῖεν. οἱ δὲ ἄσμενοί τε ἔδοσαν ἃ ᾔτουν, καὶ σπεισάμενοι καὶ ὅρκους ὀμόσαντες ἐπὶ τούτοις ἐξέπεμπον. [5.4.12] ἐξιόντων μέντοι, ὅσους ἐπέγνωσαν τῶν ἐχθρῶν ὄντας, συλλαμβάνοντες ἀπέκτειναν. ἦσαν δέ τινες οἳ καὶ ὑπὸ Ἀθηναίων τῶν ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐπιβοηθησάντων ἐξεκλάπησαν καὶ διεσώθησαν. οἱ μέντοι Θηβαῖοι καὶ τοὺς παῖδας τῶν ἀποθανόντων, ὅσοις ἦσαν, λαβόντες ἀπέσφαξαν.

[5.3.26] Παράλληλα, ο Πολυβιάδης ανάγκασε τους Ολυνθίους —που βρίσκονταν σε κακά χάλια από την πείνα, μια κι ούτε από τη γη τους έβγαζαν στάρι, ούτε από τη θάλασσα τους ερχόταν— να στείλουν στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν ειρήνη. Ήρθαν λοιπόν πρέσβεις τους με γενική πληρεξουσιότητα και συμφώνησαν να ᾽χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους, να ᾽ναι σύμμαχοί τους και να τους ακολουθούν παντού όπου εκείνοι θα τους οδηγούσαν. Τέλος ορκίστηκαν να τηρήσουν αυτούς τους όρους και κατόπιν γύρισαν στην πατρίδα τους.
[5.3.27] Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν πετύχει πολλά: οι Θηβαίοι κι οι άλλοι Βοιωτοί τούς ήταν ολότελα υποταγμένοι, οι Κορίνθιοι είχαν γίνει πιστοί τους φίλοι, οι Αργείοι είχαν ταπεινωθεί, οι Αθηναίοι είχαν απομονωθεί, όσοι σύμμαχοι δεν τους είχαν φερθεί καλά είχαν τιμωρηθεί. Νόμιζαν λοιπόν ότι η κυριαρχία τους ήταν στερεωμένη για καλά και σίγουρη.
[5.4.1] Πολλά παραδείγματα θα μπορούσε κανείς ν᾽ αναφέρει από την ιστορία και των Ελλήνων και των βαρβάρων, για να δείξει ότι οι θεοί δεν αφήνουν ατιμώρητη την ασέβεια και τις ανόσιες πράξεις· τώρα ωστόσο θα μιλήσω μόνο για την ακόλουθη περίπτωση. Οι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν ορκιστεί ν᾽ αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες και μολοντούτο είχαν καταλάβει την ακρόπολη της Θήβας, τιμωρήθηκαν —αυτοί, που ποτέ πριν δεν είχαν νικηθεί από κανέναν— από μόνους τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που αδίκησαν· όσο για τους Θηβαίους που τους είχαν οδηγήσει μέσα στην ακρόπολη κι είχαν θελήσει να υποδουλώσουν την πόλη τους στους Λακεδαιμονίους για να γίνουν οι ίδιοι τύραννοι, άρκεσαν εφτά μόνο εξόριστοι για ν᾽ ανατρέψουν την εξουσία τους. Τώρα θα διηγηθώ πώς έγινε αυτό.
[5.4.2] Κάποιος Φιλλίδας ήταν γραμματέας του Αρχία και των άλλων πολεμάρχων και γενικά τους υπηρετούσε —κατά τα φαινόμενα— πολύ καλά. Κάποτε που πήγε στην Αθήνα για μιαν υπόθεση, συναντήθηκε με τον Μέλωνα, παλιό του γνωστό, έναν από τους Θηβαίους που ζούσαν εξόριστοι στην Αθήνα. Κάνοντάς του ερωτήσεις σχετικά με την τυραννία του πολεμάρχου Αρχία και του Φιλίππου, ο Μέλων κατάλαβε πως ο άλλος μισούσε το καθεστώς πιο πολύ απ᾽ ό,τι κι ο ίδιος· τότε αντάλλαξαν υποσχέσεις και συμφώνησαν πώς έπρεπε να ενεργήσουν. [5.4.3] Ύστερα απ᾽ αυτό ο Μέλων πήρε μαζί του τους έξι πιο κατάλληλους εξόριστους, μ᾽ εγχειρίδια για μόνο όπλο, και πρώτα μπήκαν, νύχτα, στο έδαφος της Θήβας. Πέρασαν την επόμενη μέρα σ᾽ ένα έρημο σημείο και έπειτα ήρθαν στην πύλη της πόλης, τάχα πως γύριζαν από τα χωράφια, την ίδιαν ώρα με τους αργοπορημένους χωρικούς. Αφού μπήκαν στην πόλη, πέρασαν εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα στο σπίτι κάποιου Χάρωνος.
[5.4.4] Ο Φιλλίδας είχε αναλάβει να οργανώσει για τους πολεμάρχους μια γιορτή προς τιμήν της Αφροδίτης, μ᾽ αφορμή τη λήξη της θητείας τους· ανάμεσα στ᾽ άλλα λοιπόν, καθώς ήταν καιρός που τους υποσχόταν να τους φέρει τις πιο φιγουράτες κι όμορφες γυναίκες της Θήβας, είπε ότι θα τις έφερνε με τούτη την ευκαιρία. Εκείνοι πάλι —γιατί τέτοιοι άνθρωποι ήταν— περίμεναν να περάσουν μια πολύ ευχάριστη νύχτα. [5.4.5] Αφού λοιπόν δείπνησαν, δεν άργησαν, με τη βοήθειά του, να μεθύσουν κι άρχισαν να ζητάνε να τους φέρει τις εταίρες. Τελικά εκείνος βγήκε, έφερε τους ανθρώπους του Μέλωνος —τους τρεις ντυμένους κυρίες και τους άλλους δούλες— [5.4.6] και τους οδήγησε στον προθάλαμο του πολεμαρχείου· κατόπιν μπήκε κι είπε στον Αρχία και στους υπόλοιπους ότι οι γυναίκες δεν δέχονταν να μπουν όσο βρίσκονταν μέσα υπηρέτες. Τότε εκείνοι πρόσταξαν αμέσως να φύγουν όλοι, κι ο Φιλλίδας τους έδωσε κρασί και τους έστειλε στο δωμάτιο ενός απ᾽ αυτούς. Έπειτα έφερε μέσα τις δήθεν εταίρες και τις κάθισε από μια κοντά σε κάθε άνδρα. Είχε συμφωνηθεί ότι μόλις κάθονταν, θα ξεσκεπάζονταν και θα χτυπούσαν. [5.4.7] Αυτή είναι η μία εκδοχή για τον θάνατο των πολεμάρχων· σύμφωνα πάλι με άλλη, οι άνθρωποι του Μέλωνος μπήκαν, σαν εύθυμη τάχα συντροφιά, και τους σκότωσαν.
Στη συνέχεια, ο Φιλλίδας πήρε τρεις από τους συνωμότες και πήγε στο σπίτι του Λεοντιάδη, όπου χτύπησε την εξώθυρα λέγοντας ότι έφερνε κάποιο μήνυμα από τους πολεμάρχους. Ο Λεοντιάδης βρισκόταν μόνος, πλαγιασμένος ακόμα μετά το δείπνο, κι έχοντας κοντά του τη γυναίκα του που έγνεθε. Καθώς είχε εμπιστοσύνη στον Φιλλίδα, του είπε να περάσει μέσα. Μόλις μπήκαν, σκότωσαν τον Λεοντιάδη και με φοβέρες ανάγκασαν τη γυναίκα του να σωπάσει. Βγαίνοντας πρόσταξαν να μείνει κλειστή η εξώθυρα, απειλώντας ότι αν την έβρισκαν ανοιχτή θα σκότωναν όλους όσοι ήταν μέσα στο σπίτι. [5.4.8] Μετά απ᾽ αυτά ο Φιλλίδας πήρε δύο από τους συνωμότες και πήγε στη φυλακή, όπου είπε του δεσμοφύλακα ότι φέρνει τάχα εκ μέρους των πολεμάρχων κάποιον που πρέπει να κλείσουν μέσα. Μόλις εκείνος άνοιξε τον σκότωσαν, ελευθέρωσαν τους κρατουμένους, τους όπλισαν γοργά κατεβάζοντας όπλα από τη Στοά και τους οδήγησαν στο Αμφείο όπου τους έβαλαν να σταθούν ένοπλοι. [5.4.9] Ύστερα έβγαλαν προκήρυξη να παρουσιαστούν όλοι οι Θηβαίοι, ιππείς και οπλίτες, επειδή οι τύραννοι ήταν νεκροί.
Όσο ήταν νύχτα, οι πολίτες δυσπιστούσαν και δεν κινήθηκαν· μόλις όμως έφεξε και φανερώθηκε τί είχε συμβεί, αμέσως βγήκαν και οπλίτες και ιππείς, ένοπλοι, να βοηθήσουν. Οι πρώην εξόριστοι έστειλαν καβαλάρηδες να ειδοποιήσουν και τους δύο Αθηναίους στρατηγούς που στάθμευαν κοντά στα σύνορα· τούτοι πάλι, ξέροντας για ποιόν λόγο τους ειδοποιούσαν …
[5.4.10] Μόλις ο αρμοστής που ήταν στην ακρόπολη έμαθε για τη νυχτερινή προκήρυξη, έστειλε αμέσως να ζητήσει επικουρία από την Πλάταια και τις Θεσπιές. Το θηβαϊκό ιππικό όμως, βλέποντας τους Πλαταιείς να πλησιάζουν, βγήκε να τους απαντήσει και σκότωσε πάνω από είκοσι άνδρες. Όταν κατόπιν γύρισε πίσω, και καθώς στο μεταξύ είχαν έρθει κι οι Αθηναίοι από τα σύνορα, οι Θηβαίοι κίνησαν να χτυπήσουν την ακρόπολη. [5.4.11] Ωστόσο οι υπερασπιστές της, βλέποντας την αριθμητική υπεροχή και την ορμή όλων των αντιπάλων (είχαν προκηρυχτεί μεγάλα βραβεία για τους πρώτους που θα την πατούσαν) φοβήθηκαν και δήλωσαν πως ήταν έτοιμοι να την εγκαταλείψουν αν τους υπόσχονταν να τους αφήσουν να φύγουν απείραχτοι με τα όπλα τους. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν ευχαρίστως αυτούς τους όρους, έκαναν ανακωχή δίνοντας όρκους ότι θα την κρατήσουν και τους άφησαν να φύγουν. [5.4.12] Την ώρα όμως που έβγαινε η φρουρά, συνέλαβαν όσους αναγνώρισαν για εχθρούς και τους σκότωσαν· μερικούς πάλι έκρυψαν κι έσωσαν οι Αθηναίοι που είχαν έρθει σ᾽ ενίσχυση από τα σύνορα. Οι Θηβαίοι ωστόσο έπιασαν κι έσφαξαν ακόμα και τα παιδιά των σκοτωμένων, όσα υπήρχαν.