Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.1.18-5.1.24)

[5.1.18] Ὁ μὲν ταῦτ᾽ εἶπεν, οἱ δὲ πάντες ἀνεβόησαν παραγγέλλειν ὅ τι ἂν δέῃ, ὡς σφῶν ὑπηρετησόντων. ὁ δὲ τεθυμένος ἐτύγχανεν· εἶπε δέ· Ἄγετε, ὦ ἄνδρες, δειπνήσατε μὲν ἅπερ καὶ ὣς ἐμέλλετε· προπαράσχεσθε δέ μοι μιᾶς ἡμέρας σῖτον. ἔπειτα δὲ ἥκετε ἐπὶ τὰς ναῦς αὐτίκα μάλα, ὅπως πλεύσωμεν ἔνθα θεὸς ἐθέλει, ἐν καιρῷ ἀφιξόμενοι. [5.1.19] ἐπειδὴ δὲ ἦλθον, ἐμβιβασάμενος αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς ἔπλει τῆς νυκτὸς εἰς τὸν λιμένα τῶν Ἀθηναίων, τοτὲ μὲν ἀναπαύων καὶ παραγγέλλων ἀποκοιμᾶσθαι, τοτὲ δὲ κώπαις προσκομιζόμενος. εἰ δέ τις ὑπολαμβάνει ὡς ἀφρόνως ἔπλει δώδεκα τριήρεις ἔχων ἐπὶ πολλὰς ναῦς κεκτημένους, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ. [5.1.20] ἐκεῖνος γὰρ ἐνόμισεν ἀμελέστερον μὲν ἔχειν τοὺς Ἀθηναίους περὶ τὸ ἐν τῷ λιμένι ναυτικὸν Γοργώπα ἀπολωλότος· εἰ δὲ καὶ εἶεν τριήρεις ὁρμοῦσαι, ἀσφαλέστερον ἡγήσατο ἐπ᾽ εἴκοσι ναῦς Ἀθήνησιν οὔσας πλεῦσαι ἢ ἄλλοθι δέκα. τῶν μὲν γὰρ ἔξω ᾔδει ὅτι κατὰ ναῦν ἔμελλον οἱ ναῦται σκηνήσειν, τῶν δὲ Ἀθήνησιν ἐγίγνωσκεν ὅτι οἱ μὲν τριήραρχοι οἴκοι καθευδήσοιεν, οἱ δὲ ναῦται ἄλλος ἄλλῃ σκηνήσοιεν. [5.1.21] ἔπλει μὲν δὴ ταῦτα διανοηθείς· ἐπειδὴ δὲ ἀπεῖχε πέντε ἢ ἓξ στάδια τοῦ λιμένος, ἡσυχίαν εἶχε καὶ ἀνέπαυεν. ὡς δὲ ἡμέρα ὑπέφαινεν, ἡγεῖτο· οἱ δὲ ἐπηκολούθουν. καὶ καταδύειν μὲν οὐδὲν εἴα στρογγύλον πλοῖον οὐδὲ λυμαίνεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ναυσίν· εἰ δέ που τριήρη ἴδοιεν ὁρμοῦσαν, ταύτην πειρᾶσθαι ἄπλουν ποιεῖν, τὰ δὲ φορτηγικὰ πλοῖα καὶ γέμοντα ἀναδουμένους ἄγειν ἔξω, ἐκ δὲ τῶν μειζόνων ἐμβαίνοντας ὅπου δύναιντο τοὺς ἀνθρώπους λαμβάνειν. ἦσαν δέ τινες οἳ καὶ ἐκπηδήσαντες εἰς τὸ Δεῖγμα ἐμπόρους τέ τινας καὶ ναυκλήρους συναρπάσαντες εἰς τὰς ναῦς εἰσήνεγκαν. [5.1.22] ὁ μὲν δὴ ταῦτα ἐπεποιήκει. τῶν δὲ Ἀθηναίων οἱ μὲν αἰσθόμενοι ἔνδοθεν ἔθεον ἔξω, σκεψόμενοι τίς ἡ κραυγή, οἱ δὲ ἔξωθεν οἴκαδε ἐπὶ τὰ ὅπλα, οἱ δὲ καὶ εἰς ἄστυ ἀγγελοῦντες. πάντες δ᾽ Ἀθηναῖοι τότε ἐβοήθησαν καὶ ὁπλῖται καὶ ἱππεῖς, ὡς τοῦ Πειραιῶς ἑαλωκότος. [5.1.23] ὁ δὲ τὰ μὲν πλοῖα ἀπέστειλεν εἰς Αἴγιναν, καὶ τῶν τριήρων τρεῖς ἢ τέτταρας συναπαγαγεῖν ἐκέλευσε, ταῖς δὲ ἄλλαις παραπλέων παρὰ τὴν Ἀττικήν, ἅτε ἐκ τοῦ λιμένος πλέων, πολλὰ καὶ ἁλιευτικὰ ἔλαβε καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων. ἐπὶ δὲ Σούνιον ἐλθὼν καὶ ὁλκάδας γεμούσας τὰς μέν τινας σίτου, τὰς δὲ καὶ ἐμπολῆς, ἔλαβε. [5.1.24] ταῦτα δὲ ποιήσας ἀπέπλευσεν εἰς Αἴγιναν. καὶ ἀποδόμενος τὰ λάφυρα μηνὸς μισθὸν προέδωκε τοῖς στρατιώταις. καὶ τὸ λοιπὸν δὲ περιπλέων ἐλάμβανεν ὅ τι ἐδύνατο. καὶ ταῦτα ποιῶν πλήρεις τε τὰς ναῦς ἔτρεφε καὶ τοὺς στρατιώτας εἶχεν ἡδέως καὶ ταχέως ὑπηρετοῦντας.

[5.1.18] Έτσι μίλησε, κι όλοι του φώναξαν να διατάξει ό,τι χρειαστεί και να ᾽ναι βέβαιος πως θα τον υπακούσουν. Εκείνος είχε μόλις τελειώσει μια θυσία. Είπε λοιπόν: «Πηγαίνετε τώρα, άνδρες, να δειπνήσετε όπως το ᾽χατε σκοπό, κι εφοδιαστείτε με τροφή για μια μέρα. Κατόπιν να πάτε γρήγορα γρήγορα στα καράβια, να τραβήξουμε για κει που θέλει ο θεός και να φτάσουμε στην ώρα μας».
[5.1.19] Όταν συγκεντρώθηκαν, τους επιβίβασε στα πλοία και ξεκίνησε, νύχτα, για το λιμάνι των Αθηναίων, άλλοτε παραγγέλλοντας στους άνδρες να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν κι άλλοτε να πιάσουν τα κουπιά. Κι αν κανένας κρίνει ότι ήταν τρέλα να ξεκινάει με δώδεκα πολεμικά να χτυπήσει εχθρό που είχε τόσα πλοία, ας προσπαθήσει να καταλάβει το σχέδιό του: [5.1.20] σκέφτηκε ότι μετά τον θάνατο του Γοργώπα, οι Αθηναίοι θα φρόντιζαν λιγότερο το ναυτικό που είχαν στο λιμάνι τους· κι αν ακόμα ήταν αγκυροβολημένα εκεί πολεμικά, ο Τελευτίας λογάριαζε πως ήταν λιγότερο επικίνδυνο να επιτεθεί σε είκοσι πλοία στην Αθήνα παρά σε δέκα αλλού — γιατί ήξερε ότι όταν βρίσκονταν σ᾽ εκστρατεία, οι ναύτες θα διανυκτέρευαν κοντά στα πλοία τους, ενώ όταν βρίσκονταν στην Αθήνα οι τριήραρχοι θα κοιμόνταν στα σπίτια τους κι οι ναύτες θα διανυκτέρευαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί.
[5.1.21] Μ᾽ αυτές τις σκέψεις λοιπόν είχε ξεκινήσει. Όταν έφτασε σε απόσταση πέντε έξι σταδίων από το λιμάνι, στάθηκε και πρόσταξε ανάπαυση. Μόλις χάραξε η μέρα, τράβηξε μπροστά κι οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Οι διαταγές του ήταν να μη βουλιάξουν, μήτε να πειράξουν με τα πλοία τους κανένα μεταγωγικό καράβι· όπου έβλεπαν αγκυροβολημένα πολεμικά, να δοκιμάσουν να τα αχρηστεύσουν· τα φορτωμένα εμπορικά να τα δέσουν και να τα πάρουν μαζί τους, ενώ στα πιο μεγάλα να μπουν, σ᾽ όσα μπορέσουν, και να αιχμαλωτίσουν όσους ήταν μέσα. Μερικοί από τους άνδρες του, μάλιστα, πήδηξαν έξω στην εμπορική αποβάθρα, άρπαξαν μερικούς εμπόρους κι εφοπλιστές και τους πήραν στα πλοία τους. [5.1.22] Είχαν κιόλας γίνει αυτά, όταν οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στα σπίτια τους βγήκαν τρέχοντας να δουν τί ήταν οι φωνές που άκουγαν, ενώ όσοι βρίσκονταν έξω έτρεχαν στην πόλη να ειδοποιήσουν. Τότε κατέβηκαν σ᾽ ενίσχυση όλες οι δυνάμεις των Αθηναίων, οπλίτες και ιππικό, νομίζοντας ότι είχε καταληφθεί ο Πειραιάς.
[5.1.23] Στο μεταξύ ο Τελευτίας έστειλε τα εμπορικά πλοία στην Αίγινα, διατάζοντας τρία τέσσερα πολεμικά να τα συνοδέψουν και με τα υπόλοιπα ακολούθησε την παραλία της Αττικής: καθώς μάλιστα έβγαινε από το λιμάνι αιχμαλώτισε πολλά πλεούμενα — και ψαράδικα, και πορθμεία γεμάτα κόσμο που έρχονταν από τα νησιά. Κατόπιν έφτασε στο Σούνιο, όπου αιχμαλώτισε μαούνες, άλλες γεμάτες στάρι κι άλλες μ᾽ εμπορεύματα. [5.1.24] Ύστερα απ᾽ αυτά επέστρεψε στην Αίγινα, όπου ξεπούλησε τα λάφυρα κι έδωσε έναν μήνα μισθό προκαταβολή στους στρατιώτες. Στη συνέχεια εξακολούθησε να περιπολεί στη θάλασσα και να αιχμαλωτίζει ό,τι μπορούσε. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο και τα πλοία συντηρούσε με πλήρη επάνδρωση, και οι στρατιώτες του ήταν ευχαριστημένοι και πρόθυμοι στην υπηρεσία τους.