Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (2.1.1-2.1.9)

ΒΙΒΛΙΟ Β


[2.1.1] Οἱ δ᾽ ἐν τῇ Χίῳ μετὰ τοῦ Ἐτεονίκου στρατιῶται ὄντες, ἕως μὲν θέρος ἦν, ἀπό τε τῆς ὥρας ἐτρέφοντο καὶ ἐργαζόμενοι μισθοῦ κατὰ τὴν χώραν· ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἐγένετο καὶ τροφὴν οὐκ εἶχον γυμνοί τε ἦσαν καὶ ἀνυπόδητοι, συνίσταντο ἀλλήλοις καὶ συνετίθεντο ὡς τῇ Χίῳ ἐπιθησόμενοι· οἷς δὲ ταῦτα ἀρέσκοι κάλαμον φέρειν ἐδόκει, ἵνα ἀλλήλους μάθοιεν ὁπόσοι εἴησαν. [2.1.2] πυθόμενος δὲ τὸ σύνθημα ὁ Ἐτεόνικος, ἀπόρως μὲν εἶχε τί χρῷτο τῷ πράγματι διὰ τὸ πλῆθος τῶν καλαμηφόρων· τό τε γὰρ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς ἐπιχειρῆσαι σφαλερὸν ἐδόκει εἶναι, μὴ εἰς τὰ ὅπλα ὁρμήσωσι καὶ τὴν πόλιν κατασχόντες καὶ πολέμιοι γενόμενοι ἀπολέσωσι πάντα τὰ πράγματα, ἂν κρατήσωσι, τό τ᾽ αὖ ἀπολλύναι ἀνθρώπους συμμάχους πολλοὺς δεινὸν ἐφαίνετο εἶναι, μή τινα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας διαβολὴν σχοῖεν καὶ οἱ στρατιῶται δύσνοι πρὸς τὰ πράγματα ὦσιν· [2.1.3] ἀναλαβὼν δὲ μεθ᾽ ἑαυτοῦ ἄνδρας πεντεκαίδεκα ἐγχειρίδια ἔχοντας ἐπορεύετο κατὰ τὴν πόλιν, καὶ ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου, κάλαμον ἔχοντι, ἀπέκτεινε. [2.1.4] θορύβου δὲ γενομένου καὶ ἐρωτώντων τινῶν διὰ τί ἀπέθανεν ὁ ἄνθρωπος, παραγγέλλειν ἐκέλευεν ὁ Ἐτεόνικος, ὅτι τὸν κάλαμον εἶχε. κατὰ δὲ τὴν παραγγελίαν ἐρρίπτουν πάντες ὅσοι εἶχον τοὺς καλάμους, ἀεὶ ὁ ἀκούων δεδιὼς μὴ ὀφθείη ἔχων. [2.1.5] μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἐτεόνικος συγκαλέσας τοὺς Χίους χρήματα ἐκέλευσε συνενεγκεῖν, ὅπως οἱ ναῦται λάβωσι μισθὸν καὶ μὴ νεωτερίσωσί τι· οἱ δὲ εἰσήνεγκαν· ἅμα δὲ εἰς τὰς ναῦς ἐσήμηνεν εἰσβαίνειν· προσιὼν δὲ ἐν μέρει παρ᾽ ἑκάστην ναῦν παρεθάρρυνέ τε καὶ παρῄνει πολλά, ὡς τοῦ γεγενημένου οὐδὲν εἰδώς, καὶ μισθὸν ἑκάστῳ μηνὸς διέδωκε. [2.1.6] μετὰ δὲ ταῦτα οἱ Χῖοι καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι συλλεγέντες εἰς Ἔφεσον ἐβουλεύσαντο περὶ τῶν ἐνεστηκότων πραγμάτων πέμπειν εἰς Λακεδαίμονα πρέσβεις ταῦτά τε ἐροῦντας καὶ Λύσανδρον αἰτήσοντας ἐπὶ τὰς ναῦς, εὖ φερόμενον παρὰ τοῖς συμμάχοις κατὰ τὴν προτέραν ναυαρχίαν, ὅτε καὶ τὴν ἐν Νοτίῳ ἐνίκησε ναυ μαχίαν. [2.1.7] καὶ ἀπεπέμφθησαν πρέσβεις, σὺν αὐτοῖς δὲ καὶ παρὰ Κύρου ταὐτὰ λέγοντες ἄγγελοι. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἔδοσαν τὸν Λύσανδρον ὡς ἐπιστολέα, ναύαρχον δὲ Ἄρακον· οὐ γὰρ νόμος αὐτοῖς δὶς τὸν αὐτὸν ναυαρχεῖν· τὰς μέντοι ναῦς παρέδοσαν Λυσάνδρῳ [ἐτῶν ἤδη τῷ πολέμῳ πέντε καὶ εἴκοσι παρεληλυθότων].
[2.1.8] [Τούτῳ δὲ τῷ ἐνιαυτῷ καὶ Κῦρος ἀπέκτεινεν Αὐτοβοισάκην καὶ Μιτραῖον, υἱεῖς ὄντας τῆς Δαρειαίου ἀδελφῆς τῆς τοῦ Ξέρξου τοῦ Δαρείου πατρός, ὅτι αὐτῷ ἀπαντῶντες οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῖρας, ὃ ποιοῦσι βασιλεῖ μόνον· ἡ δὲ κόρη ἐστὶ μακρότερον ἢ χειρίς, ἐν ᾗ τὴν χεῖρα ἔχων οὐδὲν ἂν δύναιτο ποιῆσαι. [2.1.9] Ἱεραμένης μὲν οὖν καὶ ἡ γυνὴ ἔλεγον πρὸς Δαρειαῖον δεινὸν εἶναι εἰ περιόψεται τὴν λίαν ὕβριν τούτου· ὁ δὲ αὐτὸν μεταπέμπεται ὡς ἀρρωστῶν, πέμψας ἀγγέλους.]

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

[2.1.1.] Όσο ήταν καλοκαίρι, οι στρατιώτες του Ετεονίκου στη Χίο τρέφονταν από τους καρπούς της εποχής κι από μεροκάματα που έπαιρναν δουλεύοντας σε κτήματα. Σαν ήρθε χειμώνας όμως και βρέθηκαν νηστικοί, γυμνοί και ξυπόλητοι, βάλθηκαν να συνωμοτούν με σκοπό να επιτεθούν στην πόλη· για ν᾽ αναγνωρίζονται αναμεταξύ τους και να ξέρουν πόσοι είναι, αποφάσισαν πως όσοι συμφωνούν με το σχέδιο θα κρατούν ένα κομμάτι καλάμι.
[2.1.2] Ο Ετεόνικος έμαθε τη συνωμοσία, αλλά δεν ήξερε πώς ν᾽ αντιδράσει. Ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν καλάμια. Να τους χτυπήσει φανερά, σκεφτόταν, θα ᾽ταν λάθος: μπορούσαν να πιάσουν τ᾽ άρματα, να καταλάβουν την πόλη και, από τη στιγμή που θα μεταβάλλονταν σ᾽ εχθρούς, να καταστρέψουν τα πάντα αν επικρατούσαν. Από την άλλη πλευρά θα ᾽ταν δυσάρεστο να σκοτωθούν σύμμαχοι, και μάλιστα πολλοί — οι Λακεδαιμόνιοι κινδύνευαν να δυσφημιστούν στα μάτια των υπόλοιπων Ελλήνων και οι στρατιώτες τους να γίνουν απρόθυμοι στα καθήκοντά τους. [2.1.3] Πήρε λοιπόν μαζί του δεκαπέντε άνδρες οπλισμένους μ᾽ εγχειρίδια και βγήκε στην πόλη· στον δρόμο του απάντησε κάποιον, άρρωστο από οφθαλμία, που ᾽βγαινε από ένα ιατρείο μ᾽ ένα καλάμι, και τον σκότωσε. [2.1.4] Στην αναταραχή που ακολούθησε ρώτησαν μερικοί γιατί είχε σκοτωθεί ο άνθρωπος· ο Ετεόνικος πρόσταξε ν᾽ ανακοινωθεί: «Επειδή είχε καλάμι». Μόλις κυκλοφόρησε η ανακοίνωση, όλοι όσοι είχαν καλάμια τα πέταξαν: ο καθένας που την άκουγε φοβόταν μην τον δουν κι αυτόν με καλάμι.
[2.1.5] Κατόπιν ο Ετεόνικος φώναξε τους Χιώτες και τους ζήτησε να εισφέρουν χρήματα για να πληρωθούν τον μισθό τους οι ναύτες, ώστε να μην παρασυρθούν σε κάποια στασιαστική ενέργεια. Όταν οι Χιώτες πλήρωσαν, ο Ετεόνικος έδωσε παράγγελμα να επιβιβαστούν οι άνδρες στα πλοία και πλησιάζοντας ένα ένα πλοίο τούς έδωσε θάρρος και συμβουλές πολλές, κάνοντας πως τάχα δεν ήξερε τίποτα απ᾽ όσα είχαν συμβεί και πληρώνοντας στον κάθε ναύτη μισθό για έναν μήνα.
[2.1.6] Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό οι Χιώτες κι οι άλλοι σύμμαχοι αποφάσισαν, σε μια σύσκεψη στην Έφεσο, να στείλουν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις να περιγράψουν την κατάσταση που επικρατούσε και να ζητήσουν να δοθεί η διοίκηση του στόλου στον Λύσανδρο, που οι σύμμαχοι εκτιμούσαν από την προηγούμενη θητεία του- τότε που είχε κερδίσει και τη ναυμαχία στο Νότιο. [2.1.7] Πήγαν λοιπόν πρέσβεις και μαζί τους απεσταλμένοι του Κύρου μ᾽ εντολή να πούνε τα ίδια. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε ονόμασαν τον Λύσανδρο υπαρχηγό του στόλου, ναύαρχο όμως τον Άρακο — και τούτο επειδή η νομοθεσία τους απαγορεύει να διοριστεί δύο φορές ναύαρχος ο ίδιος άνθρωπος· ωστόσο τα πλοία τα εμπιστεύτηκαν στον Λύσανδρο [καθώς συμπληρώνονταν είκοσι πέντε χρόνια πολέμου].
[2.1.8] [Την ίδια χρονιά ο Κύρος σκότωσε τον Αυτοβοισάκη και τον Μιτραίο, γιους της αδελφής του Δαρείου (κόρης του Ξέρξη, πατέρα του Δαρείου), επειδή όταν τον συνάντησαν δεν έβαλαν τα χέρια τους στην «κόρη», πράγμα που δεν γίνεται παρά μονάχα μπροστά στον Βασιλέα. «Κόρη» είναι ένα είδος μακρύ μανίκι, όπου εκείνος που βάζει τα χέρια του δεν μπορεί να κάνει καμία κίνηση. [2.1.9] Ο Ιεραμένης λοιπόν κι η γυναίκα του έλεγαν στον Δαρείο ότι θα ᾽ταν απαράδεκτο ν᾽ αφήσει ατιμώρητη τόσο βαριά προσβολή· τότε ο Δαρείος έστειλε αγγελιαφόρους να φωνάξουν τον Κύρο κοντά του, τάχα πως ήταν άρρωστος.]