Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

12.2.4. Το κλέος ἄφθιτον του Αχιλλέα

Επιφανείς ήρωες της Ιλιάδας, όπως ο Σαρπηδόνας (Μ 310-328), θεωρούν αδιανόητη τη διάζευξη του ρόλου των ηγεμόνων από τον ρόλο των προμάχων. Οι ηγεμόνες, προκειμένου να απολαύσουν τις πλουσιοπάροχες τιμές τους σαν να είναι θεοί αλλά και για να επιτρέψουν στους υπηκόους τους να λένε ότι δεν κυβερνούν ἀκλεεῖς τη χώρα τους (Μ 318), οφείλουν, αρνούμενοι την υπόθεση ότι είναι αγέραστοι και αθάνατοι όπως οι ολύμπιοι, να μάχονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, με συνείδηση για τον αναπόδραστό τους θάνατο. Ενόψει αυτής της παράδοξης πραγματικότητας, η διατήρηση της τιμής και της εγκωμιαστικής φήμης των ηρώων εξαρτάται από το εὖχος: από το αν θα σκοτώσουν ή θα σκοτωθούν στο πεδίο της μάχης (πρβ. Μ 305-306). Ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, επάξια κερδίζει το κλέος του με τύμβο και στήλη (Π 457 = 675), γυρίζοντας νεκρός στην πατρίδα του Λυκία.

Η ιλιαδική αυτή νόρμα αξιών προβληματοποιείται και δραματοποιείται με το κλέος του Αχιλλέα, που αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις απαιτήσεις αλλά και τις αντιφάσεις της ηρωικής ζωής. Ο χολωμένος γιος της Θέτιδας, σε μια κρίση αυτοσυνειδησίας στη σκηνή της «Πρεσβείας», αντιδρώντας στην πρόταση του Οδυσσέα να επιστρέψει στη μάχη ενόψει τιμών και κύδους, αναφέρεται στη διπλή του μοίρα, όπως, λέει, του την είπε κάποτε η μητέρα του (I 412-416):

Αν μένοντας εδώ πολεμώ γύρω από την πόλη των Τρώων, είναι χαμένος για μένα ο γυρισμός [νόστος], η δόξα μου όμως θα είναι αθάνατη [κλέος ἄφθιτον ἔσται]. Αν πάλι γυρίσω στο σπίτι μου στην αγαπημένη μου πατρική γη, είναι χαμένη για μένα η μεγάλη δόξα [κλέος ἐσθλόν], θα ζήσω όμως πολλά χρόνια, και ούτε που θα με βρει γρήγορα το τέλος του θανάτου.

Το δίλημμα του Αχιλλέα εμφανίζεται κατ᾽ αρχάς ως παράδοξο, δεδομένου» ότι είναι ο μόνος ήρωας στην Ιλιάδα που γνωρίζει ότι είναι «ολιγόζωος» (μινυνθάδιος, ὠκύμορος), ότι δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ. Η Θέτιδα στην Ιλιάδα δεν του θέτει παρόμοιο δίλημμα, προλέγει όμως τον επικείμενο θάνατό του (Σ 95-96). Ωστόσο, ο ήρωας σ᾽ αυτό το σημείο της ιλιαδικής αφήγησης, βυθισμένος στον εγωκεντρικό του θυμό για την προσβολή της τιμής του από τον Αγαμέμνονα, βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο έξω από τη νόρμα της ηρωικής ηθικής, που θέλει την τιμή και το κλέος να εξαρτώνται από το εὖχος. Ο οργισμένος ήρωας, αρνούμενος να δεχθεί οποιονδήποτε συμβιβασμό με τον βασιλιά των Αχαιών, απειλεί να επιστρέψει στη Φθία, γιατί, όπως έχει ήδη δηλώσει: «τίποτε δεν αξίζει όσο η ζωή» του (I 401). Εξ αποτελέσματος ωστόσο το δίλημμα για κλέος δίχως νόστο ή για νόστο χωρίς κλέος δηλώνεται από τον Αχιλλέα στον Οδυσσέα, για να επιτονιστεί με τραγικό τρόπο το αναπόφευκτο της πρώτης επιλογής.

Με τον εξαιρετικό χαρακτήρα του κλέους του Αχιλλέα συνδέεται το επίθετο ἄφθιτον («που δεν φθίνει, δεν μαραίνεται και δεν αποσυντίθεται»), λέξη που μόνον εδώ εμφανίζεται να συνοδεύει το κλέος. Η ρίζα (*φθι-) του επιθέτου (από το ρήμα φθίω/φθίνω, φθινύθω) παραπέμπει στον μαρασμό των φυτών, με τον οποίο συγκρίνεται η φυσική απόληξη της ζωής των ανθρώπων. Όπως λέει ο Απόλλωνας, σε αντίθεση προς τους θεούς, οι θνητοί (Φ 464-466):

σαν τα φύλλα κι αυτοί άλλοτε τρώνε τον καρπό της γης και είναι όλο φλόγα, και άλλοτε πεθαίνουν [φθινύθουσιν] χωρίς πνοή.

Το επίθετο ἄφθιτον αναιρεί τη φυσική διαδικασία (της άνθισης και του μαρασμού των φυτών)· κατ᾽ επέκταση, τον φυσικό κύκλο της ζωής των θνητών (της γέννησης και του θανάτου τους, πρβ. Ζ 145-149).

Μέχρι σήμερα δεν έχει συμφωνηθεί αν η έκφραση κλέος ἄφθιτον είναι μια γενική λογοτυπική έκφραση -κληρονομιά της ινδοευρωπαϊκής ηρωικής ποίησης- οπότε το ἄφθιτον κοσμεί απλώς το κλέος (ως αθάνατη δόξα)· ή αν η έκφραση είναι επινόηση του ποιητή, οπότε το ἄφθιτον προσδιορίζει με κατηγορηματικό τρόπο το κλέος (ως δόξα που θα μείνει αιώνια). Πάντως, το ἄφθιτον ἔσται είναι μετρικά ισοδύναμη έκφραση με αντίστοιχες εκφράσεις που αναφέρονται είτε στην έκταση του κλέους, στο πλαίσιο του παρόντος (κλέος οὐρανὸν ἵκει «που έχει φτάσει ως τον ουρανό», Θ 192, ι 20), είτε στη μελλοντική του διάρκεια (κλέος οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται «που δεν θα χαθεί ποτέ», Β 325, Η 91, ω 196). Στη σημασιολογική συγγένεια της έκφρασης ἄφθιτον ἔσται με το οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται εντοπίζεται η εξής ποιοτική διαφορά: το ἄφθιτον κοσμεί και άλλες λέξεις, εκτός από το κλέος, ενώ η περίφραση οὐ ποτ᾽ ὀλεῖται αναφέρεται μόνο στη δόξα που δεν θα χαθεί ποτέ.

Στην επική παράδοση οι λέξεις που περιγράφονται με το ἄφθιτον έχουν κοινό τους παρονομαστή το αστείρευτο ρεύμα του νερού, τη φωτιά, το σπέρμα ή το φυτικό απόσταγμα, όπως το κρασί. Στον βαθμό που και οι θεοί αναπαριστούν αυτές τις ουσίες/ιδιότητες, μπορεί να κατέχουν τον χαρακτηρισμό ἄφθιτον, όπως και τα αντικείμενα ή οι ιδιότητες που έχουν κατασκευάσει και τους ανήκουν: ἄφθιτον αἰεί, για παράδειγμα, είναι το σκήπτρο του Αγαμέμνονα (Β 46, 186) που έχει κατασκευάσει, μαζί με τα ἄμβροτα όπλα του Αχιλλέα, ο Ήφαιστος, ενώ ἄφθιτα μήδεα ονομάζονται οι ακατάλυτες βουλές του Δία (Ω 88).

Ο ποιητής έτσι έχει φροντίσει να δώσει εξαιρετική σημασία στο κλέος του Αχιλλέα, συνδέοντάς το με τον χώρο των θεών. Σ᾽ αυτό τον χώρο πρόκειται να ενταχθεί ο ήρωας, επιλέγοντας να πεθάνει στην Τροία για να κερδίσει κλέος ἄφθιτον. Σύμφωνα μάλιστα με τη μεθομηρική Αιθιοπίδα, που αποδίδεται στον Αρκτίνο, η Θέτιδα άρπαξε τον γιο της από τη νεκρική πυρά και τον μετέφερε στη Λευκὴν νῆσον, κατά κάποιον τρόπο αποθεώνοντάς τον. Στο ιλιαδικό έπος όμως αυτή η αναφορά που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων αποσιωπάται. Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα, όπως ένα λουλούδι, θα μαραθεί πάνω στη νιότη του (ἥβης ἄνθος, Ν 384), όμως το κλέος του δεν θα πέσει, επειδή δεν είναι προϊόν της φύσης αλλά της επικής αοιδής.

Εξάλλου, τον Αχιλλέα απασχολεί η επιβίωση της δόξας του μέσα στο επικό τραγούδι, ώστε και αυτός να γίνει αοίδιμος από τις μέλλουσες γενιές, όπως η Ελένη (Ζ 357-358). Στην αρχή της «Πρεσβείας» οι αχαιοί απεσταλμένοι βρίσκουν τον ήρωα, με τη σιωπηλή συντροφιά του Πατρόκλου, να τέρπεται με τη φόρμιγγά του - λάφυρο από την άλωση της πόλης του Ηετίωνα, πατέρα της Ανδρομάχης (I 189-191):

Μ᾽ αυτήν εκείνος εύφραινε την ψυχή του και τραγουδούσε παλληκαριές αντρών [κλέα ἀνδρῶν]. Μονάχα ο Πάτροκλος καθόταν αντίκρυ του σωπαίνοντας και περίμενε πότε θα πάψει να τραγουδά ο εγγονός του Αιακού.

Με την εξαίρεση της Ελένης, που συστήνεται σαν να παίρνει τη σκυτάλη από τον ποιητή υφαίνοντας στον ιστό της τον πόλεμο Αχαιών και Τρώων (Γ 126-128), ο Αχιλλέας είναι ο μοναδικός ήρωας στην Ιλιάδα που, σαν ποιητής του εαυτού του, εμφανίζεται να ψάλλει κλέα ἀνδρῶν. Αν και πιθανολογείται ότι τα αοίδιμα κλέα συνδέονται με το κατόρθωμα της άλωσης της πόλης του πατέρα της Ανδρομάχης (πρβ. Ζ 395-397, 414-429) συνιστώντας ένα είδος μικρόκοσμου ως προς το θέμα της Ιλιάδας, το περιεχόμενο του τραγουδιού του ήρωα μένει αδήλωτο. Έχει ιδιαίτερη πάντως σημασία ότι εδώ ο Αχιλλέας, λίγο πριν παρατήσει τη φόρμιγγά του για να πιάσει τα όπλα, με μοναδικό και σιωπηλό ακροατή τον Πάτροκλο, ευφραίνεται με το βασικό θέμα, με το οποίο ο ποιητής τέρπει τους ακροατές του. Ο ποιητής έτσι παρουσιάζει λίγο πολύ ως ομότεχνό του τον κεντρικό ήρωα του έπους του.

Και ο Έκτορας ωστόσο κερδίζει αθάνατο κλέος, το οποίο θα συντηρείται και θα διαιωνίζεται με το σῆμα του. Όμως, το κλέος του τρωαδίτη ήρωα προϋποθέτει τον θάνατό του στην Ιλιάδα. Αντίθετα, ο θάνατος του «ολιγόζωου» Αχιλλέα, αν και από την αρχή του έπους προεξαγγέλλεται, διαρκώς αναβάλλεται και δεν εμφανίζεται, μετακινούμενος έξω από τη δράση του ιλιαδικού έπους. Εξάλλου, το κλέος του Αχιλλέα εμφανίζεται κάπως ασφαλέστερο από του Έκτορα. Τα μνημεία, όπως προβλέπεται τουλάχιστον για το ένδοξο τείχος των Αχαιών (Η 451, Μ 17-30), μπορεί μετά το τέλος του τρωικού πολέμου να γκρεμιστούν, για να τα θυμούνται οι μέλλουσες γενιές μόνο μέσα από την επική αοιδή.

Άλλοι ιλιαδικοί ήρωες, όπως ο Σαρπηδόνας και ο Έκτορας, οδηγούνται στο κλέος ενόψει τιμών και της αἰδοῦς, υπερασπιζόμενοι τον λαό και την πόλη τους. Ο Αχιλλέας θα κερδίσει ἄφθιτον κλέος με διαφορετικό τρόπο. Αρνούμενος τιμές, δώρα και φιλότητα, επιστρέφει στη μάχη, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, την προσβεβλημένη δική του τιμή, και για να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου. Η μῆνις καθήλωσε τον ήρωα στην αποχή του από τον πόλεμο, στερώντας του το ορθόδοξο κλέος που διεκδικούν άλλοι επιφανείς ήρωες. Την ίδια όμως στιγμή, εξαιτίας ακριβώς της πολεμικής του αδράνειας, ο ήρωας θα μείνει για να πεθάνει στην Τροία κερδίζοντας αιώνια δόξα. Και το κλειδί, το εξιλαστήριο θύμα, για τον ένδοξο θάνατο του ήρωα στην Ιλιάδα είναι ο σιωπηλός ακροατής της αοιδής του, ο Πάτροκλος. Ο θάνατος του αγαπημένου εταίρου από τον Έκτορα φέρνει τον Αχιλλέα στη μάχη και τον βάζει στην τροχιά του δικού του θανάτου (Σ 95-96). Από απόσταση ο θάνατος του Πατρόκλου είναι κλέος ἐσθλόν (Ψ 280). Από κοντά ωστόσο η απώλειά του μεταφράζεται σε ἄχος (Σ 22) και πένθος (Σ 73, πρβ. Ψ 283), που οδηγεί τον Αχιλλέα στην κατάκτηση του δικού του κλέους (Σ 121):

Τώρα όμως θα ήθελα να πάρω δόξα μεγάλη [κλέος ἐσθλόν].

Λ. Πόλκας