Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

12.2.2. Πένθος, νόστος, αδοξία

Στο πολεμικό σκηνικό της Ιλιάδας η σημασία του κλέους τονίζεται μέσα από την αντίθεσή του αφενός προς το πένθος ή ἄχος (τη θλίψη και την πίκρα που εκφράζεται με την τελετουργία του θρήνου) και αφετέρου προς τη φυγή, μια μορφή φυγόμαχου νόστου.

Η αντιθετική σχέση κλέους και πένθους/ἄχους δηλώνεται από τον Αγαμέμνονα, όταν ζητάει να φωνάξουν τον Μαχάονα, για να γιατρέψει την πληγή που προκάλεσε στον Μενέλαο ο φημισμένος τοξότης Πάνδαρος (Δ 196-197):

κάποιος από τους Τρώες ή τους Λύκιους που ήξερε καλά από τόξα τον σαΐτεψε και τον πέτυχε, δόξα [κλέος] για κείνον, για μας όμως θλίψη [πένθος].

Με το «για μας» υπονοείται ότι το πένθος/ἄχος διακατέχει όσους εμπλέκονται άμεσα και προσωπικά στη θλίψη και στην πίκρα που το κλέος του άλλου προκαλεί. Με άλλα λόγια, το πένθος/ἄχος προϋποθέτει την εγγύτητα, ενώ το κλέος την απόσταση. Ο Πάνδαρος θα ιδιοποιηθεί τη δόξα του νικητή, αφού πρώτα αυτή κυκλοφορήσει στα στόματα των άλλων (θνητών, ποιητών ή και θεών), οι οποίοι, από απόσταση πλέον, θα ακούσουν και θα διαδώσουν το κατόρθωμά του (το πένθος/ἄχος που προκάλεσε στους Αχαιούς) ως κλέος.

Η αντίθεση κλέους και πένθος/ἄχος είναι κυρίως εξωτερική, καθώς, με την εξαίρεση της περίπτωσης του Αχιλλέα (βλ. παρακάτω), αφορά διαφορετικά υποκείμενα. Εσωτερική, αντίθετα, είναι η σχέση κλέους και νόστου, καθώς αφορά τα ίδια υποκείμενα: σε κρίσιμες στιγμές οι πολεμιστές στην Ιλιάδα χρειάζεται να θυμούνται τις συνέπειες που θα υποστούν, στην περίπτωση που θα ενδώσουν στον φυγόμαχο νόστο τους. Αν το κλέος ακούγεται και διαδίδεται ως επαινετικός λόγος και διαφήμιση (εὔκλεια), ο νόστος, στη μορφή της φυγής ή της υποχώρησης, μειώνει ή αποκλείει το κλέος, νομιμοποιώντας τον ψόγο και τη δυσφήμιση (δύσκλεια) του πολεμιστή από τους άλλους.

Η αντιπαθητική σχέση κλέους και φυγόμαχου νόστου λανθάνει στην προτροπή του Αγαμέμνονα προς τους Αχαιούς, την οποία επαναλαμβάνει αργότερα παραλλαγμένη και ο Αίαντας (Ε 529-532 ≈ Ο 561-564):

Φίλοι, σταθείτε άντρες και κάνετε καρδιά γενναία [ἄλκιμοννα ντρέπεστε ο ένας τον άλλο [αἰδεῖσθε] μέσα στις δυνατές μάχες. Όταν οι άντρες έχουν ντροπή πάνω τους [αἰδομένων], πιο πολύ γλιτώνουν παρά σκοτώνονται· όταν όμως το βάζουν στα πόδια, ούτε η δόξα τους [κλέος] μεγαλώνει ούτε καμιά βοήθεια βρίσκουν ο ένας από τον άλλο [ἀλκή].

Υπάρχουν δύο εξαιρετικά σημεία που αξίζει εδώ να σχολιαστούν: το πρώτο έχει να κάνει με την παρουσία/απουσία της αλκής και το δεύτερο με την παρουσία της αἰδοῦς. Ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, προκειμένου να κρατήσει τους Αχαιούς ακλόνητους στις θέσεις τους, τονίζει όχι τόσο την -ανεξέλεγκτη συχνά- επιθετική αιχμή της αλκής όσο και τη συντηρητική της σημασία. Με τη φυγή τους οι πολεμιστές όχι μόνο δεν κερδίζουν κλέος αλλά και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους, καθώς μηδενίζεται η δυνατότητα της αλληλοϋποστήριξής τους. Από την άλλη μεριά, η παρουσία της συντηρητικής αλκής ενισχύεται με την αἰδῶ: η «ντροπή» που αισθάνονται οι πολεμιστές απέναντι στην υποχώρηση, εξαιτίας της οποίας κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν κακοί, ενισχύει το αίσθημα της έγνοιας του ενός για τον άλλον. Ωστόσο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στου Έκτορα (Ζ 441-446), η αἰδώς οδηγεί στο μέγα κλέος του θανάτου ματαιώνοντας τον νόστο, εδώ ο βασιλιάς των Αχαιών αφήνει να εννοηθεί ότι, αν διαθέτουν αἰδῶ οι πολεμιστές, μπορεί και να γυρίσουν σώοι από τη μάχη παρά νεκροί («οι άντρες που έχουν ντροπή πάνω τους πιο πολύ γλιτώνουν παρά σκοτώνονται»).

Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Αγαμέμνονας κινδυνεύει να χαρακτηριστεί δυσκλεής («δυσφημισμένος») ηγέτης, όταν, τουλάχιστον σε μια στιγμή πραγματικού πανικού, προτείνει τον νόστο των Αχαιών στην Ελλάδα (I 22 κ.ε.), κάτι που χαρακτηρίζεται αἰσχρόν («ντροπή») για τις μέλλουσες γενιές που θα τον μάθουν (Β 119). Γι᾽ αυτό, προκειμένου να αποφύγουν τη δύσκλεια με τον φυγόμαχο νόστο τους, οι αχαιοί πολεμιστές είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τον θάνατο (Ρ 415-417):

Φίλοι, βέβαια δε θα μας φέρει δόξα να γυρίσουμε [οὐ … ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι] πίσω στα βαθιά καράβια· καλύτερα για όλους μας να σκιστεί η γη και να μας καταπιεί.

Επιτονισμένη διαβάθμιση της δυσφήμισης των πολεμιστών είναι η πλήρης απώλεια του κλέους τους. Η ρητορική δήλωση της αδοξίας τους αναφέρεται στην πλήρη αδυναμία τους να αντιδράσουν στο κλέος που διεκδικεί ο αντίπαλός τους. Στην πολεμική πρόκληση που δέχονται οι Αχαιοί από τον Έκτορα (βλ. παρακάτω) μένουν άφωνοι από ντροπή και φόβο, με αποτέλεσμα να δεχθούν τις προσβολές του Μενελάου (Η 97-100), επειδή δίχως δόξα (ἀκλεές) μένουν αδρανείς και σαν ζωντανοί-νεκροί δεν έχουν πνοή μέσα τους.

Στην κυριολεκτική της δήλωση η αδοξία σημαίνει για τον πολεμιστή αφανισμό από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης, χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος, ώστε να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι αξιόλογο μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν. Ο φυσικός αυτός θάνατος αμαυρώνει την υπόληψή του ως γενναίου πολεμιστή και αντιστρατεύεται το κοινωνικό του τέλος, που συνοδεύει την πράξη ενός πολεμικού κατορθώματος, ώστε να το θυμούνται και να το διηγούνται οι μέλλουσες γενιές. Ο Αχιλλέας, στη μάχη που δίνει με τον ποταμό Σκάμανδρο, εύχεται σε μια κρίσιμη στιγμή να πέθαινε γενναίος (ἀγαθός) από τον γενναίο ή και γενναιότερό του (ἀγαθόν και ἄριστον) Έκτορα, παρά να τον βρει ο άδοξος (λευγαλέος) θάνατος (Φ 281) σαν ένα βοσκόπουλο που το παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. Τη σκέψη του Αχιλλέα συμπληρώνει αργότερα ο Έκτορας: όταν αντιλαμβάνεται ότι οι θεοί απέσυραν την υποστήριξή τους και ότι πλησιάζει η ώρα του θανάτου του από τον Αχιλλέα, επιλέγει να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του προσβλέποντας στο κλέος της υστεροφημίας του (Χ 304-305):

Τουλάχιστο να μην πεθάνω δίχως πόλεμο και δίχως δόξα [ἀκλειῶς], μόνο αφού κάνω κάτι μεγάλο, για να το μάθουν και οι κατοπινοί άνθρωποι.

Λίγο πριν το αποφασισμένο τέλος του ο τρωαδίτης ήρωας αισθάνεται ότι πρέπει να μεταμορφώσει τον θάνατό του σε αιώνια δόξα, πεθαίνοντας γενναία (ἐϋκλειῶς, Χ 110) μπροστά από την πόλη του· «κάνοντας κάτι μεγάλο», να μετατρέψει τη μοίρα του αφανισμού του σε «ευλογία», μέσω της οποίας θα συντηρούνται το όνομα και η ιστορία του στις επόμενες γενιές.

Λ. Πόλκας