Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.5. Για την τιμή

Η έννοια της τιμής στον Όμηρο (από το ρήμα τίω «εκτιμώ, τιμώ κάποιον, τον θεωρώ άξιο τιμής») έχει δύο όψεις, που συνυπάρχουν και εξαρτώνται η μία από την άλλη: την υλική, που συνδέεται με την κατοχή υλικών αγαθών, και την αφηρημένη ή «άυλη» όψη, η οποία σχετίζεται με την ανώτερη κοινωνική θέση, το κύρος και την υπόληψη που έχει ο ήρωας μέσα στην κοινότητά του.

Τα υλικά αγαθά της τιμής μοιράζονται στους ιδρυτές των βασιλικών δυναστειών εξαιτίας της πολεμικής τους ανδρείας και κληροδοτούνται ως προνόμια στους απογόνους τους. Όμως, για να συντηρηθούν, οι νέοι πολεμιστές οφείλουν να δείχνουν το ίδιο γενναίο φρόνημα στη μάχη. Έτσι, στην Ιλιάδα ο λύκιος Σαρπηδόνας προτρέπει τον συμπολεμιστή του Γλαύκο να μπει και αυτός στον πόλεμο, θυμίζοντάς του πρώτα τις τιμές που απολαμβάνουν χάρη στο βασιλικό τους κύρος και ύστερα τα στρατιωτικά καθήκοντα που τους αναλογούν (Μ 310-321):

Γλαύκε, γιατί εμάς τους δυο μάς τιμούν [τετιμήμεσθα] περισσότερο από κάθε άλλον στη Λυκία, με τη θέση που μας δίνουν και τα κρέατα και τα γεμάτα ποτήρια, και όλοι μάς βλέπουν σαν θεούς; και έχουμε κι από ένα ξεχωριστό κομμάτι γης, ωραίο, από αμπέλι και χωράφι, δίπλα στις όχθες του Ξάνθου, για να παίρνουμε τον καρπό του; Γι᾽ αυτό τώρα πρέπει εμείς οι δυο να σταθούμε ανάμεσα στους πρώτους Λύκιους και να αντικρίζουμε τη φωτιά της μάχης, για να πει έτσι κάποιος από τους Λυκίους που είναι γερά οπλισμένοι: «Δεν είναι δίχως δόξα οι βασιλιάδες μας, που κυβερνούν μέσα στη Λυκία και τρων παχιά αρνιά και πίνουν ξεχωριστό κρασί γλυκό σαν μέλι. Έχουν παλληκαριά μεγάλη, γιατί πολεμούν μέσα στους πρώτους Λύκιους.»

Στο απόσπασμα αυτό, που θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα πρότυπα αξιών της ηρωικής ζωής, παραξενεύει ίσως τον σημερινό αναγνώστη η σύνδεση της ομηρικής τιμής καταρχήν με υλικά αγαθά, με τα οποία οι ηγεμόνες απολαμβάνουν την εκτίμηση που τους δείχνουν οι πολλοί αντιμετωπίζοντάς τους σαν ισόθεους. Τα υλικά αυτά προνόμια μαζί με τη δημόσια αναγνώριση, που τους εξασφαλίζουν την τιμή τους, αν θέλουν οι δύο άρχοντες της Λυκίας να συνεχίσουν να τα απολαμβάνουν, λέει ο Σαρπηδόνας, έχουν την υποχρέωση να μάχονται στην πρώτη γραμμή, αποδεικνύοντας έτσι ότι αξίζουν την ένδοξη φήμη τους (βλ. και κεφ. 12.2.4 [σ. 256-257]). Η υπεράσπιση λοιπόν της τιμής αποτελεί το πρωταρχικό κίνητρο για να εμπλακεί ο ήρωας στη μάχη, εφόσον έτσι συντηρεί και απολαμβάνει τα άφθονα υλικά του αγαθά, μαζί και το κύρος του, την υψηλή του κοινωνική θέση και τη φήμη του.

Το προηγούμενο απόσπασμα δείχνει ακόμη πως στο περιβάλλον του πολέμου υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική υπεροχή κάποιου και στην προσωπική του αξία, εφόσον η πρώτη εξαρτάται από τη δεύτερη, και το αντίστροφο. Ωστόσο, στην Ιλιάδα, μέσα κυρίως από την έριδα του Αγαμέμνονα με τον Αχιλλέα, δείχνεται η προβληματική σχέση της κοινωνικής υπεροχής με την προσωπική αξία των ηρώων. Η τιμή μοιράζεται στους ιεραρχικά ανώτερους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αξίζουν κιόλας.

Στην υψηλότερη τιμητική κλίμακα των δυνατών, με πρώτο τον πατριάρχη Δία, εντάσσονται οι θεοί, που τιμώνται από τους θνητούς με προσφορές λατρείας, ενώ στον χώρο των θνητών τις ανώτερες τιμές διεκδικούν όσοι θεωρούνται ότι σχετίζονται με τους θεούς: οι ιερείς, οι αοιδοί και οι ηγεμόνες όπως ο Αγαμέμνονας. Το ανώτερο αξίωμα του βασιλιά των Αχαιών εξισώνεται με την ανώτερη τιμή που έχει, εφόσον αυτό, μαζί με το σκήπτρο του, είναι θεόδοτο, από τον Δία. Γι᾽ αυτό ο Νέστορας, μετά τον Αγαμέμνονα, συμβουλεύει τον οργισμένο Αχιλλέα να σταματήσει την έριδα του με τον ανώτερό του βασιλιά (Α 277-281):

μήτε συ, γιε του Πηλέα, να θέλεις να μαλώνεις πρόσωπο με πρόσωπο με το βασιλιά· γιατί ποτέ δεν είναι όμοιος στο αξίωμα με τους άλλους [οὔ ποθ᾽ ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς] ο βασιλιάς που βαστά σκήπτρο και που ο ίδιος ο Δίας τού έδωσε τη δόξα αυτή. Αν εσύ είσαι δυνατός και σε γέννησε μητέρα θεά, αυτός πάλι είναι ανώτερος από σένα, γιατί βασιλεύει σε περισσότερους.

Η τιμή εμφανίζεται εδώ με την τυπική, διανεμητική της σημασία (το σταθερά τριτοπρόσωπο στο έπος ρήμα ἔμμορε + τιμῆς είναι β' παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του μείρομαι «παίρνω ως μερίδιο, μετέχω, μοιράζομαι»· βλ. και κεφ. 11.12 [σ. 224]). Επειδή οι τιμές των ηγεμόνων περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο υλικά αγαθά, κτήματα και πλούτη, γι᾽ αυτό και συχνά ο βασιλιάς τιμάται περισσότερο από τους άλλους θνητούς όπως ο πλούσιος, ο οποίος τιμάται με τη σειρά του σαν θεός. Ανεξάρτητα πάντως από το αν ένας ήρωας φέρει τον τίτλο του βασιλιά, η τιμή του θεωρείται συνάρτηση της πολεμικής του δύναμης, που κινδυνεύει να χαθεί στο πεδίο της μάχης. Έτσι ο Έκτορας, με την υποστήριξη και του Δία, απειλεί να στερήσει τα προνόμια που απολαμβάνει ο Διομήδης στην κοινότητα των Αχαιών (Θ 161-166):

Γιε του Τυδέα, οι Δαναοί με τα γρήγορα άλογα σε τιμούσαν πάρα πολύ και με τη θέση που σου έδιναν και με κρέατα και με γεμάτα ποτήρια. Τώρα όμως θα σε περιφρονήσουν [ἀτιμήσουσι], γιατί κατάντησες ίδιος με γυναίκα. Άμε να χαθείς, παλιόκουκλα, δε θα κάνω πίσω εγώ, για ν᾽ ανεβείς εσύ στους πύργους μας, ούτε θα αρπάξεις τις γυναίκες μας στα καράβια σου! Πρωτύτερα θα σε παραδώσω στο θάνατο.

Στα συμφραζόμενα των αθλητικών αγώνων και της φιλοξενίας ακόμη και στο πεδίο της μάχης (όταν οι αντίπαλοι πολεμιστές αναγνωρίζονται ως προγονικοί φίλοι), η αναγνώριση της τιμής του άλλου εκφράζεται με την προσφορά και την ανταλλαγή δώρων. Ειδικότερα, στο περιβάλλον της οδυσσειακής φιλοξενίας η απόδοση τιμής στον ξένο/ικέτη με την προσφορά φαγητού, ψυχαγωγίας και δώρων θεωρείται υποχρέωση του οικοδεσπότη και μέσο ενίσχυσης των φιλικών δεσμών με τον επισκέπτη. Οι θνητοί, εξάλλου, πιστεύουν ότι ο ξένιος Δίας προστατεύει τους ξένους, τους ικέτες και τους φτωχούς και, ως ἐπιτιμήτωρ («εκδικητή», που προστατεύει την τιμή τους, ι 266), τιμωρεί την «αναίδεια» όσων δεν τους υπολογίζουν.

Καθώς η τιμή μοιράζεται ανάλογα με το κύρος που διαθέτουν οι ήρωες, στο κατώτερο σημείο της τιμητικής κλίμακας τοποθετούνται οι καταφρονεμένοι της κοινωνίας, οι μετανάστες και οι επαίτες. Κι όμως, ο χοιροβοσκός Εύμαιος υποδέχεται στο καλύβι του τον μεταμορφωμένο σε ζητιάνο κύριό του με φιλόξενη συμπάθεια (ξ 56-57):

Το δίκιο, ξένε, δεν μ᾽ αφήνει του ξένου την τιμή

να αποστερήσω· όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου,

ας είναι ταπεινότερός σου.

Από τη στιγμή που η τιμή ενός ήρωα ή θεού εξαρτάται από την υπόληψη που οι άλλοι του έχουν, είναι ευμετάβλητη αξία· μπορεί να μειωθεί ή να αυξηθεί, λειτουργώντας ως μέσο διάκρισης του εχθρού από τον φίλο: ο πρώτος δεν αναγνωρίζει την τιμή στον άλλον και προσπαθεί να του την αφαιρέσει, συχνά για να αυξήσει τη δική του· ο δεύτερος την αναγνωρίζει και τη μοιράζεται με τους συμμάχους ή με τους εταίρους του.

Η αποκατάσταση της προσβεβλημένης τιμής κάποιου επιβάλλει την καταβολή υλικής αποζημίωσης ή/και την εκδίκηση. Στις πολεμικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνονται, όταν δημιουργούνται ζητήματα υπεράσπισης της τιμής, οι ήρωες βοηθούν όχι μόνο τους συγγενείς, που ανήκουν στον ίδιο οίκο, αλλά και τον ευρύτερο κύκλο των φίλων τους. Έτσι, ανταποδίδουν τις ευεργεσίες που έχουν οι ίδιοι στο παρελθόν δεχθεί, ανταποκρίνονται στις αμοιβαίες υποχρεώσεις φιλίας, και τους δίνεται η δυνατότητα με τον πόλεμο να αυξήσουν την προσωπική τους τιμή.

Η προσβολή της τιμής και οι ενέργειες για την αποκατάστασή της με αποζημίωση και εκδίκηση απλώνονται σε όλη την έκταση του μύθου και της πλοκής των ομηρικών επών. Ο τρωικός πόλεμος ξέσπασε από τη στιγμή που ο Πάρης, φιλοξενούμενος στο παλάτι του Μενελάου, προσέβαλε την τιμή του οικοδεσπότη του αρπάζοντας τη γυναίκα και τον θησαυρό του. Τότε ο μεγαλύτερος αδελφός του Μενελάου βασιλιάς Αγαμέμνονας, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη συγγενών ηγεμόνων αλλά και συμμάχων από την Ελλάδα, οδήγησε τον στρατό των Αχαιών εναντίον των Τρώων, με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του αδελφού του: την επιστροφή, δηλαδή, της Ελένης μαζί με τα πολύτιμα αγαθά του Μενελάου και ακόμη την καταβολή υλικής αποζημίωσης. Οι όροι αυτοί περιέχονται στον όρκο που δίνει ο βασιλιάς των Αχαιών λίγο πριν αρχίσει η κρίσιμη μονομαχία του Αλεξάνδρου με τον Μενέλαο (Γ 284-287):

αν πάλι ο ξανθός Μενέλαος τύχει και σκοτώσει τον Αλέξανδρο, οι Τρώες έπειτα να δώσουν πίσω την Ελένη και όλα τα πολύτιμα πράγματα, και να πληρώσουν στους Αργείους αποζημίωση [τιμήν], αυτήν που ταιριάζει, και που θα σταθεί παράδειγμα και στους μελλοντικούς ανθρώπους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη τιμή, με την έννοια της αποζημίωσης, συνδέεται και με το ρήμα «πληρώνω», το οποίο στα αρχαία ελληνικά δηλώνεται ως τίνω (σύνθετο ἀποτίνω). Μάλιστα η τιμή χρησιμοποιείται συχνά, όπως εδώ, ως αντικείμενο του ρήματος. Όταν κάποιος «πληρώνει» για κάποια βλάβη που προξένησε, η πληρωμή αυτή, που ονομάζεται και ποινή, στοχεύει στην αποκατάσταση της τιμής του άλλου. Εξάλλου, η τιμωρία στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως μια μορφή εκδίκησης αυτού που ατιμάζεται, δηλώνεται ως τίσις, υπερβαίνοντας κατά πολύ την ισότιμη ανταπόδοση της βλάβης που έχει προξενηθεί.

Η ποινή, μια μορφή αντιποίνων, διαφοροποιείται συχνά από τα ἄποινα: τα υλικά αγαθά που προσφέρονται ως λύτρα κυρίως σε συμφραζόμενα ικεσίας - το σχετικό ρήμα είναι ἀπολύω «λυτρώνω, ελευθερώνω με λύτρα». Η ποινή αποβλέπει στην πλήρη ικανοποίηση αυτού που έχει υποστεί κάποια βλάβη. Με τα ἄποινα απλώς ο ισχυρός αντίπαλος αποζημιώνεται είτε για την τιμή που εκπροσωπεί το αιχμάλωτο θύμα του, το οποίο καλείται να επιστρέψει· είτε για την τιμή που ο ισχυρός αντίπαλος θα μπορούσε να αποκομίσει, αν κρατούσε το αιχμάλωτο θύμα του. Επειδή, σε σχέση με την ποινήν, τα ἄποινα έχουν περιορισμένη ισχύ, τα προσφερόμενα λύτρα χαρακτηρίζονται ἀπερείσια «αμέτρητα, άπειρα».

Ο ιλιαδικός πόλεμος αρχίζει με μια διπλή προσβολή της τιμής από την πλευρά του Αγαμέμνονα. Ο βασιλιάς των Αχαιών ατίμασε πρώτα τον γέροντα ιερέα Χρύση αρνούμενος να του επιστρέψει, έναντι αμέτρητων λύτρων (Α 13), την κόρη του Χρυσηίδα. Μετά τον εκδικητικό λοιμό του θεού Απόλλωνα, με τον οποίο οι Αχαιοί «πληρώνουν» τα δάκρυα που έχυσε για τη Χρυσηίδα ο πατέρας της, ο Αγαμέμνονας υποχρεώνεται να επιστρέψει την κόρη στον γέροντα ιερέα, εξιλεώνοντας μάλιστα τον προστάτη του θεό. Στη συνέχεια όμως, για να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, ο βασιλιάς των Αχαιών προσβάλλει την τιμή του συμπολεμιστή του Αχιλλέα, αφαιρώντας του τη Βρισηίδα - το τιμητικό λάφυρο (γέρας) που είχαν δώσει οι Αχαιοί στον ήρωα ως έπαθλο για την εξαιρετική του ανδρεία. Χολωμένος μάλιστα ο Αχιλλέας απειλεί προς στιγμή να επιστρέψει στη Φθία, δηλώνοντας πως δεν θα κάθεται στην Τροία, ἄτιμος ο ίδιος, να αυξάνει τα πλούτη του άπληστου Αγαμέμνονα. Από τη μεριά του ο σκηπτοῦχος βασιλεύς των Αχαιών δηλώνει πως δεν έχει ανάγκη τον Αχιλλέα, ελπίζοντας ότι θα του συμπαραστέκονται οι άλλοι αρχηγοί και κυρίως ο Δίας (Α 173-175):

Φεύγα, αν το τραβάει η καρδιά σου! Εγώ δε σε παρακαλώ να μείνεις για το χατίρι μου. Κοντά μου είναι πολλοί άλλοι που θα με τιμήσουν [τιμήσουσι], και πάνω απ᾽ όλους ο βαθύγνωμος ο Δίας.

Τελικά ο Αχιλλέας επιλέγει να αποχωρήσει από τη μάχη, ενώ ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα την αποκατάσταση της προσβεβλημένης τιμής του γιου της, δίνοντας προσωρινά τη νίκη στους Τρώες. Αργότερα, ο Αγαμέμνονας, αναγνωρίζοντας το λάθος του, προσφέρει στον Αχιλλέα με απεσταλμένους (τον Φοίνικα, τον Οδυσσέα και τον Αίαντα) πλούσια δώρα και γυναίκες μαζί με τη Βρισηίδα, νομίζοντας ότι έτσι μπορεί να αποκατασταθεί η τιμή του χολωμένου ήρωα. Όμως, ο Αχιλλέας, θεωρώντας ότι ο πλεονέκτης Αγαμέμνονας τον αντιμετώπισε με την απόσπαση της Βρισηίδας ως «ατίμητο μετανάστη» (I 648 = Π 59), αρνείται την προσφορά του. Τα δώρα του βασιλιά των Αχαιών εκτιμώνται από τον ήρωα σαν ένα τίποτα. Ο Αγαμέμνονας με τη συμπεριφορά του έχει διαλύσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική αναγνώριση και στην προσωπική αξία του πολεμιστή, για την οποία μίλησε προηγουμένως ο Σαρπηδόνας. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει στον Οδυσσέα αδικημένος ο Αχιλλέας (I 318-319):

Το ίδιο μερτικό παίρνει κι αυτός που μένει πίσω κι αν κανένας πολεμάει δυνατά. Όμοια τιμή έχει και ο δειλός και ο γενναίος.

Εξάλλου, η αποκατάσταση της τιμής του Αχιλλέα απαιτεί όχι δώρα αλλά, σύμφωνα με την υπόσχεση του Δία στη Θέτιδα, την ήττα των Αχαιών από τους Τρώες. Και αυτό μέχρι στιγμής συμβαίνει, καθώς οι Τρώες με τον Έκτορα απειλούν με όλεθρο τους Αχαιούς. Γι᾽ αυτό ο χολωμένος ήρωας, όταν ο γέροντας Φοίνικας τον καλεί να δεχθεί την τιμή που του προσφέρει ο Αγαμέμνονας, αρνείται λέγοντας (I 607-610):

Φοίνικα, παππούλη, σεβάσμιε, διόθρεφτε, δεν τη χρειάζομαι αυτή την τιμή. Θαρρώ πως έχω τιμηθεί [τετιμῆσθαι] αρκετά από την απόφαση του Δία, που θα μείνει κοντά μου πλάι στα στρογγυλομύτικα καράβια όσον καιρό βαστάει η πνοή στο στήθος μου και κουνιούνται τα γόνατά μου.

Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τον Αχιλλέα αλλά με τραγικό τρόπο. Ο Έκτορας κατατροπώνει τους Αχαιούς, υποχρεώνοντας τον γιο της Θέτιδας να στείλει στη μάχη τον Πάτροκλο. Η αποστολή που αναλαμβάνει να εκτελέσει ο αγαπημένος φίλος αποσκοπεί στο να κατακτήσει ο Αχιλλέας μεγάλη τιμή και δόξα (Π 83-86, βλ. και κεφ. 12.2.4 [σ. 256-257]):

Κι άκουσέ με και κάνε όπως εγώ θα βάλω στο μυαλό σου, το πιο σπουδαίο σημείο από όσα σου λέω, για να βοηθήσεις να πάρω τιμή μεγάλη και δόξα από όλους τους Δαναούς, να μου γυρίσουν πίσω την πανέμορφη κόρη και να μου δώσουν από πάνω δώρα λαμπρά.

Με τη συμμετοχή του Πατρόκλου στη μάχη, ο Αχιλλέας ελπίζει ότι θα πάρουν κάποια ανάσα οι Αχαιοί, οι οποίοι έτσι, τιμώντας τον, θα του επιστρέψουν τη Βρισηίδα μαζί με δώρα, δίχως ο ίδιος να υποταχθεί στον Αγαμέμνονα. Ο ήρωας τελικά φαίνεται ότι επιθυμεί να εισπράξει την οφειλόμενη αποζημίωση του από τους Έλληνες και την αναγνώριση των άλλων, φτάνει να μην υπακούσει στον βασιλιά. Χρησιμοποιεί μάλιστα ως μέσο τον φίλο του, για να καρπωθεί ο ίδιος τις τιμές που ενδεχομένως θα προκύψουν από μια ήττα των Τρώων. Αυτές όμως οι προσδοκίες του Αχιλλέα στο τέλος διαψεύδονται. Ο Έκτορας εξοντώνει τον Πάτροκλο, για να σκοτωθεί στη συνέχεια ο ίδιος από τον Αχιλλέα, ο οποίος, εκδικούμενος την απώλεια του «τιμημένου του συντρόφου» (Υ 426), ατιμάζει το σώμα του μισητού του εχθρού. Στο τέλος, με την παρέμβαση των ολυμπίων θεών, αποκαθίσταται η τιμή του Αχιλλέα με τα αμέτρητα λύτρα (Ω 276) που δέχεται από τον γέροντα Πρίαμο. Στον γέροντα πατέρα επιστρέφεται ο Έκτορας, για να ταφεί με τις πρέπουσες τιμές στην πατρίδα του. Η προσφορά βέβαια των λύτρων δεν εμφανίζεται τόσο καθοριστική, ώστε να ερμηνεύσει και τους βαθύτερους λόγους ανθρωπιάς, για τους οποίους ο Αχιλλέας δείχνει τόση συμπόνια και μεγαλοφροσύνη απέναντι στον Πρίαμο. Στη μορφή του γέροντα βασιλιά ο νεαρός ήρωας ανακαλεί τη μορφή του δικού του πατέρα Πηλέα.

Στην αρχή της Οδύσσειας δείχνεται πως η τιμή ενός ήρωα απειλείται άμεσα όταν δεν διαθέτει τα μέσα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τον οίκο του. Ο νεαρός Τηλέμαχος, που δεν έχει αδέλφια όπως ο Μενέλαος στην Ιλιάδα για να τον βοηθήσουν, κινδυνεύει να χάσει τα δικαιώματα που έχει στον θρόνο του εξαφανισμένου πατέρα του, επειδή δεν έχει τη δύναμη να αναλάβει ηγετικό ρόλο στο παλάτι και στην κοινότητα της Ιθάκης. Οι μνηστήρες της Πηνελόπης ατιμάζουν με κάθε τρόπο τον βασιλικό οίκο: εισβάλλουν απρόσκλητοι στο παλάτι και ρημάζουν με τα αδιάκοπα γλέντια τους την περιουσία του εξαφανισμένου βασιλιά - το πιο σημαντικό μέρος της τιμής του. Έπειτα διεκδικούν την Πηνελόπη για γυναίκα τους και μηχανεύονται την εξόντωση του Τηλεμάχου. Εξάλλου, μέχρι να κερδίσουν την Πηνελόπη, οι αλαζόνες καταχραστές της φιλοξενίας δεν διστάζουν να πλαγιάζουν με τις άπιστες δούλες και να περιφρονούν βάναυσα τους ταπεινούς επισκέπτες του παλατιού.

Η τιμωρία των μνηστήρων προαναγγέλλεται μέσα στο οδυσσειακό έπος, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε άμεσα, ως εκδίκηση (τίσις) για την «άτιμη» συμπεριφορά τους. Όταν η θεά Αθηνά ενθαρρύνει τον νεαρό Τηλέμαχο να εναντιωθεί στην άνομη συμπεριφορά των μνηστήρων, του φέρνει το παράδειγμα του Ορέστη. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγόμενα του Δία, ο νεαρός ήρωας πήρε πίσω την τιμή του εκδικούμενος με φόνο τον Αίγισθο, ο οποίος, παρά τις προειδοποιήσεις των θεών, έμπλεξε με τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και εξόντωσε τον Αγαμέμνονα όταν αυτός επέστρεψε από την Τροία (α 35-41):

Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας,

πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,

κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα,

γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει·

αφού εμείς του στείλαμε τον άγρυπνον αργοφονιά Ερμή με μήνυμα,

μήτε εκείνον να σκοτώσει μήτε και τη γυναίκα του να μπλέξει

σε παράνομο κρεβάτι· αλλιώς θα πέσει στο κεφάλι του η εκδίκηση [τίσις]

του γιου για τον πατέρα, όταν ο Ορέστης, παλληκάρι πια,

θελήσει να γυρίσει στην πατρίδα.

Στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, όταν ο πιστός χοιροβοσκός Εύμαιος, απελπισμένος για τον νόστο του κυρίου του, διεκτραγωδεί στον ζητιάνο Οδυσσέα την άνομη συμπεριφορά των μνηστήρων στο παλάτι της Ιθάκης, ο μεταμορφωμένος άρχοντας του παλατιού τον διαβεβαιώνει για την εκδίκηση που πρόκειται να έρθει (ξ 160-164):

όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.

Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,

θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει

η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση [τίσεται]

όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,

τον έξοχό του γιο.

Αν και οι μνηστήρες δεν εξοντώνουν βέβαια κανένα μέλος του οίκου της Ιθάκης, πληρώνουν τελικά με τη ζωή τους την προσβολή της τιμής του Οδυσσέα. Μάταια ο Ευρύμαχος προσπαθεί να αποφύγει τον θάνατο, προτείνοντας στον άρχοντα της Ιθάκης να τον αποζημιώσουν οι μνηστήρες για τη βλάβη που του προξένησαν με ζώα και με πολύτιμα δώρα, ώστε να μαλακώσει η οργή του. Όμως, για τον φιλόδωρο άρχοντα της Ιθάκης, ακόμη και στην περίπτωση που οι μνηστήρες τού επέστρεφαν τη λεηλατημένη περιουσία του και του έδιναν επιπρόσθετη αμοιβή, δεν θα μπορούσαν παρά με τον θάνατό τους να του ξεπληρώσουν το μέγεθος της ξέφρενης ανομίας τους (χ 61-64):

Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,

όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ᾽ αλλού,

και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,

προτού πληρώσουν [ἀποτίσαι] οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.

Η άρνηση του Οδυσσέα να δεχθεί την αποκατάσταση της τιμής του με δώρα μπορεί να παραλληλιστεί με την αντίστοιχη του Αχιλλέα να συνδιαλαγεί με τον Αγαμέμνονα. Η αναποτελεσματική λειτουργία των δώρων, με τη μορφή της αποζημίωσης, αντισταθμίζεται και στις δύο περιπτώσεις με τον εκδικητικό φόνο (του Έκτορα από τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα, των μνηστήρων από τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια). Η εκδικητική ωστόσο πράξη οδηγεί την αφήγηση και στα δύο έπη σε αδιέξοδο (ο Αχιλλέας ατιμάζει το νεκρό σώμα του Έκτορα, ενώ οι συγγενείς των μνηστήρων απειλούν με νέα εκδίκηση). Η εμπλοκή αυτή αναιρείται με την παρέμβαση των θεών: ο Δίας επιβάλλει με απεσταλμένους στον Αχιλλέα να δεχθεί τα λύτρα του Πριάμου, ενώ τα αντίπαλα μέρη στην Οδύσσεια καλούνται να συνάψουν ανακωχή.

Λ. Πόλκας