Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

9.9. Ἕκτορος ἀναίρεσις

Η εικοστή δεύτερη ραψωδία (επιγράφεται «Ἕκτορος ἀναίρεσις») φτάνει στο όριο πρώιμης τραγωδίας, προτού το λογοτεχνικό αυτό είδος θεσμοθετηθεί. Την αίσθηση αυτή την προκαλούν: τα αφηγηματικά δρώμενα, οι δρώντες, το σκηνικό και η σκηνοθεσία της αφηγηματικής δράσης, η οποία κλιμακώνεται σε τρία επίπεδα (έξω και γύρω από το κάστρο, στις επάλξεις του κάστρου και στο θεολογείο του Ολύμπου).

Η άρθρωση της ραψωδίας επιτρέπει την κλιμάκωσή της σε διαδοχικά επεισόδια, που περιβάλλονται από πρόλογο και θρηνητική έξοδο. Ο πρόλογος δραματοποιεί την αγωνιστική απομόνωση του Έκτορα έξω από το κάστρο, στην οποία αντιδρούν με περιπαθείς παραινέσεις ο Πρίαμος και η Εκάβη (Χ 1-89). Το πρώτο επεισόδιο ξεκινά με τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα και εξελίσσεται σε άγριο ανθρωποκυνηγητό Αχιλλέα-Έκτορα γύρω από το κάστρο, στο οποίο παρεμβαίνουν συμπαθητικά ο Δίας και εκδικητικά η Αθηνά (90-246). Στο επόμενο επεισόδιο (247-330), παγιδευμένος ο Έκτορας από τον δόλο της θεάς και προγραμμένος πια από τον Δία, αντιμετωπίζει την επίθεση του Αχιλλέα σε αμφίρροπη μονομαχία με δόρατα και ξίφη, τελικώς όμως ο φονικός ακοντισμός στον ακάλυπτο αυχένα τον εξουδετερώνει. Ξεψυχώντας ικετεύει τον Αχιλλέα να επιστραφεί το σώμα του στους δικούς του, για να τιμηθεί με ταφική πυρά· εκείνος όμως επαπειλεί τον θνήσκοντα ήρωα με διασυρμό και διαμελισμό (τρίτο επεισόδιο: 331-404). Η έξοδος (405-515) αναλώνεται στους οδυρμούς της Εκάβης και του Πριάμου (πάντα πάνω από τις επάλξεις), και επιστέφεται με τον υστερόχρονο κομμό της Ανδρομάχης.

Ο συμπαθητικός και ρυθμιστικός ρόλος του Δία εκδηλώνεται δύο φορές στις κρίσιμες καμπές της ραψωδίας. Την ελεητική συμπάθεια του θεού την προκαλεί το θέαμα της πρώτης κυκλικής καταδίωξης του Έκτορα από τον Αχιλλέα, που φαίνεται από ψηλά σαν αγώνας δρόμου με θεσμοθετημένα έπαθλα, ενώ στην πραγματικότητα είναι δρόμος περὶ ψυχῆς (ζωής ή θανάτου δηλαδή). Ο Δίας, ομολογώντας στους άλλους ολύμπιους θεούς που τον περιβάλλουν αμέριστη συμπάθεια για τον απειλούμενο ήρωα, τους καλεί να συναποφασίσουν αν θα σωθεί ή θα δαμαστεί από το εκδικητικό μένος του Αχιλλέα. Η Αθηνά διαφωνεί έντονα με την πρόταση εξαιρετικής σωτηρίας, οπότε, ήπιος τώρα, ο Δίας την καθησυχάζει και της παραχωρεί το ελεύθερο να αποφασίσει η ίδια (Χ 166-182).

Στην πραγματικότητα ωστόσο ο Δίας αναλαμβάνει ο ίδιος τη λύση του δραματικού διλήμματος με τη μέθοδο πάλι της «ψυχοστασίας» (Χ 208-213). Όταν το ανθρωποκυνηγητό Αχιλλέα-Έκτορα συμπληρώνει τον τρίτο γύρο του, ο θεός αναλαμβάνει τα χρυσά τάλαντα (που πάει να πει: τη ζυγαριά), βάζει στον ένα δίσκο τον θανάσιμο κλήρο του Αχιλλέα, στον άλλο του Έκτορα, και υψώνοντας τον ζυγό ισοζυγίζει: η μοίρα του Έκτορα κατηφορίζει, γέρνοντας προς τον Άδη. Τότε ο ήρωας, παροπλισμένος από τη συμπαράσταση του Απόλλωνα, προσφέρεται στο έλεος της εκδικητικής Αθηνάς.

Ο δόλος της (ομόλογος με εκείνον του Απόλλωνα στην περίπτωση του Πατρόκλου) εκδηλώνεται με μεταμόρφωση, λόγο και πράξη. Η θεά παίρνει την όψη του πριαμίδη Δηίφοβου, εμφανίζεται στο πλάι του Έκτορα ως παραστάτης, και τον πείθει να αντισταθεί στην έφοδο του Αχιλλέα. Ακοντίζει πρώτος ο Αχιλλέας, ο Έκτορας σκύβοντας αποφεύγει τη βολή, το χάλκινο δόρυ μπήγεται στο χώμα, αλλά προστρέχει η Αθηνά λαθραία, αρπάζει το ακόντιο και το επιστρέφει στον Αχιλλέα. Η αντίπαλη βολή του Έκτορα πέφτει στη μέση της ασπίδας του Αχιλλέα, αλλά αποστρακίζεται - υπονοείται πάλι παρέμβαση της Αθηνάς. Στο μεταξύ, η πλαστή μορφή του Δηίφοβου εξαφανίζεται, και τότε ο Έκτορας αντιλαμβάνεται την εξαπάτησή του από τη θεά και την εγκατάλειψή του από τον Δία και τον Απόλλωνα. Αμύνεται παρά ταύτα με το σπαθί του, ο Αχιλλέας όμως ευστοχεί στην τελευταία φονική βολή του.

Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής υπενθυμίζει ότι ο Έκτορας φέρει την αρχική ηφαιστότευκτη πανοπλία του Αχιλλέα, αυτήν που άρπαξε από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου. Τούτο σημαίνει ότι οι δύο συμβαλλόμενοι ήρωες, φορώντας όμοια πανοπλία, μοιάζουν ο ένας αντίγραφο του άλλου. Με τους όρους αυτούς, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: ποιος σκοτώνει ποιον; ο Αχιλλέας τον Έκτορα; ο Αχιλλέας τον Αχιλλέα; ο Αχιλλέας το είδωλο του; Το σκηνικό πάντως σχόλιο του ποιητή, σ᾽ αυτό μάλιστα το σημείο (λίγο πριν σφηνωθεί το φονικό ακόντιο στον ανυπεράσπιστο από την πανοπλία αυχένα του Έκτορα) ευνοεί έναν τέτοιο συνειρμό, που φαίνεται να τον υποστηρίζει και μια προηγούμενη παρομοίωση, από τις πιο πρωτότυπες των ομηρικών επών (Χ 188-201):

Ο Αχιλλέας (όμοιος με σκύλο που ορμά σε ελαφάκι), καταδιώκει τον αλαφιασμένο Έκτορα γύρω από το κάστρο. Το δυσδιάκριτο από μακριά αυτό ανθρωποκυνηγητό παραβάλλεται από τον ποιητή με ονειρικό εφιάλτη: όπως όταν ο ένας κυνηγά τον άλλον, αλλά ούτε αυτός (ο κυνηγός) μπορεί να τον φτάσει, ούτε εκείνος (ο κυνηγημένος) γίνεται να ξεφύγει. Ξανά, λοιπόν, το ερώτημα: ποιος κυνηγάει ποιον σ᾽ αυτό τον κυκλικό δρόμο;

Έτσι κι αλλιώς η θανάσιμη μοίρα του Αχιλλέα συνδέεται άμεσα (κατά κάποιον τρόπο ταυτίζεται) με τη θανάσιμη μοίρα του Έκτορα, στον βαθμό που η μία προϋποθέτει και προκαλεί την άλλη. Η μοιραία αυτή διαδοχή ακούστηκε ήδη ως προειδοποίηση από τη Θέτιδα στον γιο της στη δέκατη όγδοη ραψωδία· τώρα δραματοποιείται. Μιλάει ο Έκτωρ, λίγο πριν τον καλύψει το σκοτάδι του θανάτου:

Όμως στοχάσου τώρα, μήπως εξ αφορμής μου πέσει επάνω σου η θεϊκή οργή, τη μέρα εκείνη που ο Πάρης κι ο Απόλλων θα σε χαλάσουν στις Σκαιές πύλες, κι ας είσαι τόσο φημισμένος. Ο Αχιλλέας αποκρίνεται: Πέθανε τώρα εσύ, κι όσο για τον δικό μου θάνατο θα τον καλωσορίσω εγώ, όταν και όπως τον ορίσει ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί.

Θυμίζεται ότι, ξεψυχώντας ο Πάτροκλος, προλέγει το τέλος του Έκτορα. Τώρα, ξεψυχώντας ο Έκτορας, προλέγει το τέλος του Αχιλλέα. Δύο νεκροί στη βάση και ένας επίδοξος νεκρός στην ανοιχτή κορυφή ενός νεκρώσιμου τριγώνου: αυτή είναι η σοδειά του ιλιαδικού πολέμου, όπως τη φαντάστηκε ο ποιητής και την επικύρωσε με τη βουλή του ο Δίας.

Δ. Ν. Μαρωνίτης