Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

7.3. Η σύνταξη

Οι «Μεγάλοι Απόλογοι» χρωστούν τον δίκαιο έπαινο που τους αποδίδει ο Αλκίνοος στο διάλειμμα της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 363-369) σε δύο αρετές, οι οποίες συστήνουν κυρίως την αφηγηματική τους σύνταξη. Ο φιλόξενος και φιλόμουσος βασιλιάς των Φαιάκων υπογραμμίζει πρώτα την αξιοθαύμαστη μορφή των λόγων (μορφή ἐπέων, λέει το πρωτότυπο κείμενο) και μετά το ξάστερο μυαλό του αφηγητή, που δεν θολώνει το νόημα και τη ροή της διήγησής του (φρένες ἐσθλαί, λέει το πρωτότυπο κείμενο). Ανάλογες εξάλλου αρετές αναγνωρίζει και ο Οδυσσέας στον Δημόδοκο (θ 487-498), παρακινώντας τον να επιδείξει την τέχνη του με ένα ακόμη τραγούδι, ιστορώντας τον διάσημο δόλο του δουρείου ίππου κατὰ κόσμον και κατὰ μοῖραν (ώστε το σύνολο να ακολουθεί την πρέπουσα τάξη, τα μέρη να βρίσκουν τη σωστή τους σειρά). Από τους δύο αυτούς επαίνους συμπεραίνουμε ότι μια καλή διήγηση κρίνεται όχι μόνον από τη θέση και το θέμα της αλλά προπάντων από τον τρόπο της. Στην περίπτωσή μας τρόπος και σύνταξη συμπίπτουν. Για να εκτιμηθεί ωστόσο κόσμια και σωστά η σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πρέπει να συγκριθεί με τη θέση και με το θέμα που την υποστηρίζουν.

Η θέση (το πού και το πότε) των «Μεγάλων Απολόγων» στη Σχερία δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Γιατί, στον βαθμό που η μακρά αυτή διήγηση αντιστοιχεί σε συγγενικές διηγήσεις ξενιτεμένων, οι οποίοι (επιστρέφοντας αργά και απροσδόκητα, αγνώριστοι συνήθως, στον τόπο τους) διηγούνται στους δικούς τους τις περιπέτειες που έζησαν και τους κινδύνους που ξεπέρασαν, φαίνεται να ανατρέπει τυπικούς κανόνες: χρόνου, τόπου, ακροατηρίου. Πράγματι οι «Μεγάλοι Απόλογοι» του Οδυσσέα και της Οδύσσειας ελέγχονται από τυπική άποψη αντικανονικοί: εκφέρονται προτού επιστρέψει ο ήρωας στην Ιθάκη (σε ενδιάμεσο επομένως χρόνο)· εντοπίζονται σε ξένο (φιλόξενο βέβαια) τόπο· απευθύνονται σε ξένο (πρόθυμο ασφαλώς) ακροατήριο. Αυτή ωστόσο η αντικανονική τοποθέτηση των «Μεγάλων Απολόγων» σε «λάθος» χρόνο, «λάθος» τόπο και «λάθος» ακροατήριο αποτελεί σήμα της πρωτότυπης σύνταξής τους και μαρτυρεί τη συνθετική ιδιοφυΐα του ποιητή της Οδύσσειας. Για τον απλό λόγο ότι μέσα στο αποφασισμένο γενικό σχέδιο του έπους η ανατρεπτική θέση των «Μεγάλων Απολόγων» κρίνεται υποχρεωτική· οποιαδήποτε μετακίνησή τους θα κατέστρεφε την αφηγηματική οικονομία της Οδύσσειας.

Τυπικά ο απολογισμός της ξενιτιάς τοποθετείται στο τέρμα μιας περιπετειώδους διήγησης, επικυρώνοντας την επιστροφή του ξενιτεμένου, τον αναγνωρισμό του από την πιστή σύζυγο, την εγκατάστασή του στο συζυγικό σπίτι και στη συζυγική κλίνη. Ο απόλογος προσφέρεται τότε από τον άντρα στη γυναίκα του ως αναπλήρωση της μακρόχρονης απουσίας του και καταλήγει σε αμοιβαίο ύπνο, με τον οποίο κλείνει ήρεμα η αυλαία της διήγησης. Όλες αυτές οι συνθήκες ισχύουν, όπως είδαμε, στους ολιγόστιχους «Μικρούς Απολόγους» της Οδύσσειας, που τοποθετούνται στο τέλος περίπου της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Δεν ισχύουν όμως καθόλου για τους «Μεγάλους Απολόγους». Γιατί;

Είδαμε ότι ο νόστος του Οδυσσέα μοιράζεται και μοιράζει το έπος στα δύο: δώδεκα ραψωδίες αναφέρονται (έμμεσα στην αρχή και άμεσα μετά) στον εξωτερικό και άλλες δώδεκα στον εσωτερικό νόστο του ήρωα. Ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος δεν είναι μόνον ο εξωτερικός αλλά και ο εσωτερικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος μάλιστα εξελίσσεται με τη "Μνηστηροφονία" σε φονικό νόστο, που πραγματοποιείται μέσα στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης. Τούτο σημαίνει ότι το δεύτερο μέρος του έπους είχε προοριστεί από τον ποιητή για το ταραχώδες θέμα της «Μνηστηροφονίας», το οποίο δεν άφηνε πρόσφορο χώρο και ήρεμο χρόνο, για να αναπτυχθεί η μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων». Με άλλα λόγια: η «Μνηστηροφονία», καλύπτοντας το δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, έσπρωξε τους «Μεγάλους Απολόγους» στο πρώτο μέρος της, το οποίο αποδείχτηκε όχι απλώς κατάλληλο αλλά ιδανικό.

Καταρχήν, ευνοεί εδώ ο χώρος με τις συνθήκες του. Το νησί της Σχερίας, το βασιλικό παλάτι, το βασιλικό ζεύγος, η ωραία και θαρραλέα κόρη, οι ίδιοι οι Φαίακες συστήνουν, με τον ειρηνικό και φιλόξενο πολιτισμό τους, μια πρώτης τάξεως υποδοχή τόσο για τον αφηγητή Οδυσσέα όσο και για τη διεξοδική του διήγηση. Ευνοϊκός όμως αποδείχνεται και ο χρόνος των «Μεγάλων Απολόγων»: ως εγκιβωτισμένο παρελθόν τέμνει το ποιητικό παρόν του έπους στην κρισιμότερη καμπή του. Ο Οδυσσέας μόλις έχει σωθεί από το τελευταίο συντριπτικό του ναυάγιο· εξουθενωμένος και εξαγριωμένος από την πάλη του με την τρικυμισμένη θάλασσα, αντικρίζει στην παραποτάμια όχθη της Σχερίας τη Ναυσικά, η οποία, λούζοντας και ντύνοντας το γυμνό του σώμα, τον εξανθρωπίζει πάλι και πρόθυμα τον οδηγεί στο βασιλικό παλάτι. Όπου, αδιάγνωστος ακόμη, φιλοξενείται γενναιόδωρα από την Αρήτη, τον Αλκίνοο και τους επιφανείς Φαίακες, εξασφαλίζοντας αμέσως την υπόσχεση του νόστου του. Και όταν μετά πιέζεται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του, αναλαμβάνει να διηγηθεί τα πάθη του νόστου του όχι μόνο για να τον γνωρίσουν οι άλλοι (ανάμεσά τους και ο ακροατής του έπους), αλλά και για να αναγνωρίσει ο ίδιος τον ρημαγμένο εαυτό του. Από την άποψη αυτή οι «Μεγάλοι Απόλογοι» προσφέρουν γνώση αλλά ομολογούν και αυτογνωσία. Παρελθόν και παρόν του ήρωα ξαναβρίσκουν τώρα τη συνοχή τους, για να αντιμετωπίσουν το προβληματικό μέλλον.

Συμπέρασμα: η πρωτοτυπία των οδυσσειακών «Απολόγων» δεν βρίσκεται, όπως συχνά λέγεται, στον αναδρομικό εγκιβωτισμό τους μέσα στο ποιητικό παρόν του έπους, καθιερώνοντας για πρώτη, υποτίθεται, φορά την τεχνική του φλας μπακ. Αλλά στην «αντικανονική» μετάθεσή τους σε ενδιάμεσο χώρο και χρόνο, μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού νόστου, επέχοντας θέση γέφυρας, ώστε να περάσουμε από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας ενήμεροι για το ποιος είναι, τι έπαθε και τι κατόρθωσε ο Οδυσσέας, προτού πατήσει το πόδι του στην Ιθάκη, όπου τον περιμένει η δοκιμασία της μνηστηροφονίας.

Πρωτότυπο όμως δεν είναι μήτε και το περιεχόμενο των «Μεγάλων Απολόγων». Η ομηρική έρευνα έχει αποδείξει ότι τουλάχιστον ορισμένα τερατικά επεισόδια (τους μονόφθαλμους Κύκλωπες, τους γιγάντιους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη) ο ποιητής τα δανείστηκε από ένα αρχαιότερο έπος, γνωστό ως Αργοναυτικά, και μετασχηματισμένα τα ενσωμάτωσε στο δικό του έπος. Την οφειλή του εξάλλου αυτή, έμμεσα έστω, την ομολογεί ο ποιητής της Οδύσσειας, μνημονεύοντας στη δωδέκατη ραψωδία τη διάσημη Αργώ, που τη χαρακτηρίζει μάλιστα πασιμέλουσα: όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν (μ 70). Τούτο σημαίνει ότι η θεματική πρωτοτυπία των «Μεγάλων Απολόγων» αναγνωρίζεται περισσότερο από τον τρόπο της διάταξης και της σύνταξης των διαδοχικών επεισοδίων τους.

Τρεις συν μία (ι-μ) είναι οι ραψωδίες που αφιερώνονται στους «Μεγάλους Απολόγους». Εννέα συν ένα βγαίνουν μετρημένα τα διαδοχικά τους επεισόδια. Τούτο σημαίνει ότι στην κάθε ραψωδία αναλογούν τρία επεισόδια, με την εξαίρεση της ενδέκατης ραψωδίας, που την καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου το επεισόδιο της «Μεγάλης Νέκυιας» (νέκυς θα πει «νεκρός», και νέκυια είναι ο λόγος για τις σκιές του κάτω κόσμου). Τριαδική επομένως είναι η αρχή που καθορίζει τη σύνταξη των επεισοδίων στις ραψωδίες ι, κ, μ. Συγκεκριμένα: στην ένατη ραψωδία (στην πρώτη των «Απολόγων») συντάσσονται τα επεισόδια των Κικόνων, των Λωτοφάγων και των Κυκλώπων· στη δέκατη τα επεισόδια του Αιόλου, των Λαιστρυγόνων και της Κίρκης· στη δωδέκατη τα επεισόδια των Σειρήνων, της Σκύλλας-Χάρυβδης και της Θρινακίας. Πρόκειται επομένως για αποφασισμένη συμμετρική αρχή, η οποία αναλογεί στη γεωμετρική τέχνη της ίδιας εποχής, ιδιαίτερα στη συμμετρική διακόσμηση επιτάφιων αγγείων.

Η τριαδική όμως συμμετρία διαπιστώνεται και στην έκταση των τριών επεισοδίων που φιλοξενούν οι ραψωδίες ι, κ και μ. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις προτάσσονται δύο συνοπτικά επεισόδια και ακολουθεί κάθε φορά, διεξοδικά αναπτυγμένο, το τρίτο. Έτσι στη ραψωδία ι συνοπτική είναι η αφήγηση των επεισοδίων με τους Κίκονες και τους Λωτοφάγους, ενώ αναπτύσσεται σε μεγάλη έκταση το επεισόδιο της «Κυκλώπειας». Ο κανόνας αυτός τηρείται και στις ραψωδίες κ και μ: δύο συνοπτικά επεισόδια (τον Αίολο και τους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες και τη Σκύλλα-Χάρυβδη αντίστοιχα) τα παρακολουθεί ένα τρίτο διεκταμένο (η Κίρκη στη ραψωδία κ, η Θρινακία στη ραψωδία μ). Τελικά το διπλό αυτό τριαδικό σχήμα, λειτουργώντας σταυρωτά (οριζόντια δηλαδή και κάθετα) εξασφαλίζει στέρεη άρθρωση στα μέρη και στα μέλη των «Μεγάλων Απολόγων». Ας πούμε πως μοιάζει με κλαδωτή σιδεριά, πάνω στην οποία πλέκονται και συγχρόνως ξεχωρίζουν τα εννέα επεισόδια των τριών ραψωδιών.

Το συμμετρικό πάντως αυτό σταυρόλεξο διαθέτει και διαχωριστικές τομές, με τις οποίες αποφεύγεται η ισομετρική μονοτονία. Τομή, λόγου χάριν, αναγνωρίζεται αμέσως μετά το επεισόδιο των Κικόνων: η θυελλώδης τρικυμία του Δία παρασύρει τον στόλο του Οδυσσέα, ο οποίος, παρακάμπτοντας το ακρωτήρι του Μαλέα και τα Κύθηρα, εγκαταλείπει τώρα τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο, για να εισβάλει στο εξωτικό, φανταστικό και τερατικό τοπίο, με πρώτο σταθμό τη χώρα των Λωτοφάγων. Δεύτερη τομή εντοπίζεται μεταξύ ένατης και δέκατης ραψωδίας: μετά την επιθετική έπαρση του Οδυσσέα στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας» (που κοστίζει τον φριχτό σπαραγμό έξι συντρόφων από τον Πολύφημο) η συμπεριφορά του ήρωα μετατρέπεται σε αμυντική· δεν προκαλεί πια τον κίνδυνο, αλλά προσπαθεί να τον διαχειριστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε οι απώλειες να περιοριστούν στο ελάχιστο. Μια τρίτη, τέλος, τομή, σημαντικότερη για τη σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πέφτει στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων, όπου καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από ένα, που το κυβερνά ο ίδιος ο Οδυσσέας. Αυτό το έσχατο πλοίο θα συντριβεί στα ανοιχτά της Θρινακίας από τη διόσταλτη καταιγίδα στο τέλος των «Απολόγων», αφανίζοντας και όλους τους επιζήσαντες εταίρους - παρ᾽ ολίγον και τον ίδιο τον Οδυσσέα.

Εναλλακτική όμως ποικιλία διαπιστώνεται και στη διαδοχή των επεισοδίων που συνθέτουν τους «Μεγάλους Απολόγους», αν κριθούν με μέτρο τον αρνητικό ή τον μεικτό ρόλο που παίζουν ως προς την πρόοδο του εξωτερικού νόστου του ήρωα. Υπάρχουν επεισόδια με σαφώς ανάγωγο χαρακτήρα, που εμποδίζουν δηλαδή (λιγότερο ή περισσότερο, προσωρινά ή οριστικά) τον νόστο του Οδυσσέα και των εταίρων του. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: οι Λωτοφάγοι, ο Κύκλωπας, οι Λαιστρυγόνες, το ζεύγος Σκύλλα-Χάρυβδη, ασφαλώς η Θρινακία. Μεγαλύτερο ωστόσο και ερεθιστικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεικτά επεισόδια: εκείνα δηλαδή που μεταλλάσσονται στην εξέλιξή τους και ή γίνονται από θετικά αρνητικά ή αντίστροφα από αρνητικά θετικά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μεταβατικό επεισόδιο του Αιόλου· στη δεύτερη το οριακό επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο εκβάλλει στη «Μεγάλη Νέκυια». Έτσι φτάνουμε στο πιο ατίθασο από συμμετρική άποψη επεισόδιο, που με την ανταρσία του αυτή φαίνεται να διεκδικεί ένα είδος γενικότερης αυτονομίας.

Η απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων» ελέγχεται εύκολα. Καθώς παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ενδέκατη και στη δωδέκατη ραψωδία, επιβαρύνει τη ραψωδική τριάδα (ι, κ, μ) με μια εμβόλιμη ραψωδία, επαυξάνοντας τον αριθμό τρία σε τέσσερα. Εξάλλου, η τριαδική απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» διπλασιάζεται, γιατί εδώ κατ᾽ εξαίρεση ένα μόνο επεισόδιο πιάνει μια ολόκληρη ραψωδία, ενώ οι άλλες τρεις ραψωδίες των «Απολόγων» φιλοξενούν από τρία επεισόδια η καθεμιά. Παρά ταύτα, η «Μεγάλη Νέκυια» ισορροπεί την εξωτερική της ασυμμετρία με μια δική της, εσωτερική τώρα, συμμετρία, η οποία σέβεται και τον τριαδικό κανόνα.

Καταρχήν, μοιράζεται σε τρία κεφάλαια: πρόλογο, κορμό και επίλογο. Ο πρόλογος ιστορεί το θαλάσσιο ταξίδι του Οδυσσέα προς τη χώρα των Κιμμερίων και την κάθοδό του στον Άδη. Ο κορμός αφιερώνεται στις εντεταλμένες από την Κίρκη θυσίες και στις συνομιλίες του ήρωα με τις σκιές του κάτω κόσμου. Τέλος, ο επίλογος, απότομος και σύντομος, ανεβάζει τον Οδυσσέα στον πάνω κόσμο, συνοψίζοντας το ταξίδι της επιστροφής του προς το νησί της Κίρκης με το επόμενο μαγευτικό δίστιχο (λ 639-640):

Έτσι ομαλά ταξίδευαν του Ωκεανού οι ροές το πλοίο,

πρώτα με τα κουπιά, ύστερα μόνο με το πρίμο αγέρι.

Ο τριαδικός εξάλλου κανόνας συντηρείται και στον διμερή κορμό της «Μεγάλης Νέκυιας». Στα δύο μέρη του συντάσσονται ανά τρεις οι συνομιλίες του Οδυσσέα με τις σκιές των νεκρών: στο πρώτο μέρος εξελίσσονται οι διάλογοι με τον Ελπήνορα, τον Τειρεσία και την Αντίκλεια· στο δεύτερο με τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα. Στο πρώτο μέρος οι συνομιλίες αφορούν αμεσότερα τον Οδυσσέα: την ταφή ενός άταφου εταίρου, την τελική έκβαση του ασυντέλεστου ακόμη νόστου, τον σπαραγμό του ήρωα μπροστά στην άπιαστη σκιά της πεθαμένης μάνας του. Στο δεύτερο μέρος ο κύκλος ανοίγει σε τρεις διάσημους εταίρους του τρωικού πολέμου. Ο δραματικός τόνος παραλλάσσει από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά και στο εσωτερικό κάθε μέρους, καθώς διαδέχεται η μία σκιά την άλλη. Στο πρώτο μέρος εξέχει ο συνταρακτικός διάλογος μάνας και γιου. Στο δεύτερο καθηλώνει τον ακροατή η μελαγχολική ομολογία του Αχιλλέα για την άδοξη ζωή και τον ένδοξο θάνατο: θα προτιμούσε, λέει, ζωντανός να ξενοδουλεύει πάνω στη γη, παρά να είναι βασιλιάς στον κάτω κόσμο. Ακολουθεί η περήφανη, ανυποχώρητη σιωπή του Αίαντα, ο οποίος αρνείται να ανταποκριθεί στον λόγο του Οδυσσέα, γιατί τον θεωρεί υπεύθυνο της μανίας και της αυτοκτονίας του.

Απείθαρχη και συνάμα πειθαρχική η «Μεγάλη Νέκυια» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων», υπερασπίζεται τον εξαιρετικό της ρόλο, προχωρώντας σε μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποκαλύπτει τον βυθό της Οδύσσειας, κάτω από την τρικυμισμένη επιφάνειά της, όπου σμίγουν τα δύο γονιμότερα σπέρματα του έπους: ο νόστος και ο θάνατος. Το γεγονός ότι ο Οδυσσέας οφείλει να κατέβει στον Άδη, για να μάθει από τη σκιά του μάντη Τειρεσία (του μόνου εχέφρονα νεκρού στον κάτω κόσμο) την εξέλιξη και την έκβαση του νόστου του (αλλά και το οριστικό τέλος της ζωής του), δείχνει ότι νόστος και θάνατος επικοινωνούν εδώ μεταξύ τους· ότι στην παραδειγματική αυτή περίπτωση ο θάνατος γίνεται αγωγός του νόστου· ότι ο νόστος οφείλει να περάσει μέσα από τον αγωγό του θανάτου για να συντελεστεί· ότι ο νόστος αποτελεί αποδοχή και συνάμα υπέρβαση του θανάτου.

Υπάρχει στην πέμπτη ραψωδία μια παρομοίωση που εικονογραφεί αποκαλυπτικά αυτό τον συνειρμό θανάτου και νόστου: ο Οδυσσέας, συντριμμένος από τον Ποσειδώνα ναυαγός μεταξύ Ωγυγίας και Σχερίας, στο όριο θανάσιμης εξάντλησης, ανυψωμένος στην κορυφή ενός κύματος, βλέπει επιτέλους αντίκρυ του στεριά, και ξαφνικά τον συνεπαίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση (ε 388-398):

Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,

είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.

Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή

με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,

γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.

Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε

ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.

Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους -

τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι

βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,

καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα

που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,

αγάλλεται· τόση αγαλλίαση φέρνει στον Οδυσσέα η θέα

της στεριάς της δασωμένης.

Ανάλογο συνειρμό νόστου και θανάτου υπονοούν και τα ετυμολογικά λεξικά. Όπου το ουσιαστικό νόστος και το ρήμα νοστέω σημασιολογούνται ως δείκτες απροσδόκητης σωτηρίας κάποιου μετά από θανάσιμη αρρώστια.

Το ζεύγος ωστόσο νόστου-θανάτου εμφανίζεται και στην κρίσιμη εκείνη ακμή του έπους, όταν ο Οδυσσέας μεταφέρεται ενύπνιος, με το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, στην Ιθάκη, εξαντλώντας τον εξωτερικό του νόστο και εγκαινιάζοντας τώρα τον εσωτερικό του νόστο. Πρόκειται για τους στίχους 70-92 της δέκατης τρίτης ραψωδίας, ως τελευταίο σταθμό των «Μεγάλων Απολόγων». Σ᾽ αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο βαθύς ύπνος που έχει απορροφήσει τον Οδυσσέα, σε όλη τη διάρκεια της θαλασσινής επιστροφής του προς την πατρίδα, χαρακτηρίζεται με τρία, φαινομενικώς αντιφατικά μεταξύ τους, κατηγορούμενα. Ονομάζεται: νήδυμος, νήγρετος και θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. Που πάει να πει: ύπνος γλυκύς, αξύπνητος, με θάνατο απαράλλακτος. Εδώ λοιπόν νόστος και θάνατος προς στιγμή εξισώνονται, και το ίσον της παράξενης αυτής εξίσωσης το καταλαμβάνει ο ύπνος.

Με άλλα λόγια, ο ύπνος γίνεται αρμός μεταξύ νόστου και θανάτου, σχηματίζοντας τώρα το ανθρωπολογικό και ανθρωπογνωστικό τρίπτυχο: «νόστος-ύπνος-θάνατος». Υπενθυμίζεται ότι στον Ησίοδο Ύπνος και Θάνατος θεωρούνται αδέλφια. Ως αδελφοί εξάλλου στην Ιλιάδα επιφορτίζονται από τον Δία να μεταφέρουν στην πατρική Λυκία το νεκρό σώμα του γιου του Σαρπηδόνα, εκτελώντας την αποστολή ενός νεκρώσιμου νόστου (Π 676-683). Ο νόστος βέβαια του Οδυσσέα δεν είναι νεκρώσιμος, όπως του Σαρπηδόνα και του Έκτορα στην Ιλιάδα. Η «Μεγάλη Νέκυια» της Οδύσσειας ωστόσο δείχνει ότι κάθε ασυντέλεστος νόστος ακουμπά στο όριο του θανάτου. Πως πρέπει να περάσει από το σύνορο αυτό, για να συντελεστεί, ώστε έτσι να γυρίσει σε προσωρινή ανάσταση. Γιατί, τον τελευταίο λόγο, έτσι κι αλλιώς, τον έχει ο θάνατος. Καλόδεκτος, όταν έρχεται στην ώρα του, καταπώς λέει ο Τειρεσίας στον Οδυσσέα, προλέγοντας τα τέλη της ζωής του (λ 134-137):

Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα,

ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα ᾽ρθει για να σε σβήσει

σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,

όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,

αλάνθαστος κι αληθινός.

Δ. Ν. Μαρωνίτης