Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

4.2. Φήμιος

Η πρώτη εμφάνιση του Φήμιου στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης είναι τυπική, σύντομη και διακριτική. Κορεσμένοι οι μνηστήρες από φαΐ και πιοτό, επιθυμούν τραγούδι, μουσική, χορό - συμπλήρωμα απαραίτητο, όπως λέγεται, σε κάθε καλό τραπέζι. Τότε ο κήρυκας φέρνει και δίνει την όμορφη κιθάρα στα χέρια του Φήμιου, κι εκείνος, κρούοντας τις χορδές της, ψάχνει να βρει σκοπό για ωραίο τραγούδι. Παρενθετικά προσθέτει ο ποιητής πως ο αοιδός τραγουδούσε στα συμπόσια των μνηστήρων από ανάγκη. Που πάει να πει: αυτοί τον εξεβίαζαν, κι εκείνος από αμηχανία υποχωρούσε στις ορέξεις τους (α 150-155). Καμιά άλλη σύσταση προς το παρόν, εκτός και αν συνυπολογίσουμε το όνομα του αοιδού: παράγωγο της λέξης φήμη, παραπέμπει στη φημισμένη τέχνη του. Κάτι ανάλογο υποδηλώνεται και με το όνομα του Δημοδόκου: αρεστός στον δήμο, στον λαό.

Στο μεταξύ, και όσο ο Φήμιος τέρπει με το τραγούδι και τη μουσική του τους μνηστήρες (προς το παρόν το θέμα της αοιδής δεν δηλώνεται), προχωρεί παράμερα ο διάλογος του Τηλεμάχου με τη μεταμορφωμένη σε Μέντη Αθηνά. Ώσπου απροσδόκητα κάνει την εμφάνισή της, κατεβαίνοντας από το υπερώο στην αίθουσα του παλατιού, η Πηνελόπη, ερεθισμένη από το τραγούδι του Φήμιου και δακρυσμένη. Διαμαρτύρεται η βασίλισσα, γιατί ο αοιδός επιμένει να τραγουδά, όχι ἔργα ἀνδρῶν τε θεῶν τε, καθώς συνηθίζεται, αλλά ένα τραγούδι λυπητερό, τον πικρό νόστο των Αχαιών, όπως τον όρισε πικρό η Αθηνά Παλλάδα (α 325-327). Τραγούδι που ξύνει τις πληγές της Πηνελόπης, τον πόθο για τον άντρα της· χρόνια τώρα λείπει, και εκείνη τον θυμάται αδιάκοπα, στον νου της φέρνοντας την πανελλήνια δόξα του (α 335-344). Παρεμβαίνει όμως απότομα ο Τηλέμαχος ελέγχοντας τη μάνα του. Δεν έχει λόγο, λέει, να τα βάζει με τον τιμημένο αοιδό· αυτός κάνει το κέφι του τραγουδώντας ό,τι τραβά η ψυχή του. Όσο για το θέμα της αοιδής, τον πικρό νόστο των Αχαιών, αυτός υπήρξε απόφαση του Δία, δεν τον φαντάστηκαν οι αοιδοί. Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, υποχωρούν στα γούστα των ακροατών τους: ο κόσμος θέλει ν᾽ ακούει νέα τραγούδια, κι αυτό που τραγουδά τώρα ο Φήμιος είναι της τελευταίας μόδας.

Αυτή η εικόνα του Φήμιου θα μείνει σταθερή μέχρι την εικοστή δεύτερη ραψωδία, όταν έχει συντελεστεί πια η εκδικητική μνηστηροφονία και ο Οδυσσέας ψάχνει μήπως απόμεινε ακόμη κάποιος ζωντανός. Οπότε παίρνει το μάτι του τον αοιδό Φήμιο να στέκει ορθός στο μεσοπόρτι, με την κιθάρα του στο χέρι, αναποφάσιστος αν πρέπει να βγει έξω από το μέγαρο και να προσπέσει ικέτης στον βωμό του Δία, ή να πέσει στου Οδυσσέα τα γόνατα, να τον παρακαλέσει, για να τον εξαιρέσει από το άγριο φονικό. Κάνει το δεύτερο: ακουμπά την κιθάρα του στο δάπεδο, μετά προστρέχει, γονατιστός στα γόνατα του Οδυσσέα. Παρακαλώντας να του δείξει έλεος, να τον ντραπεί, για να μην ντρέπεται μετά ο ίδιος και το ᾽χει βάρος στην καρδιά του, που έσφαξε με το χέρι του έναν αοιδό. Κάποιον που υμνεί θεούς και θνητούς, που ένας θεός τού φύτεψε στον νου κάθε λογής τραγούδια και που, μαθαίνοντας στο μεταξύ την τέχνη, έγινε πια αυτοδίδακτος. Έτσι που θα μπορούσε, εδώ και τώρα, να συνθέσει ένα τραγούδι και για εκείνον, τον Οδυσσέα τον ίδιο, που τον βλέπει σαν θεό. Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να του κόψει τον λαιμό. Κι αν τραγουδούσε στα γλέντια των μνηστήρων, το έκανε με το ζόρι· πολλοί αυτοί και δυνατοί, τον έσερναν με βία να τους τραγουδά. Μάρτυράς του ο Τηλέμαχος. Ευαίσθητος ο Τηλέμαχος, παίρνει το μέρος του, μεσολαβώντας στον πατέρα του να μην τον σφάξει. Έτσι ο Φήμιος γλιτώνει τη ζωή του και σώζει τη μουσική τιμή (χ 330-356).

Χαρακτηρίστηκε ο Φήμιος οικείος και νεωτερικός. Θα μπορούσαμε καταχρηστικά να τον πούμε και ρεαλιστή. Γιατί, σε σύγκριση προς τον τυφλό Δημόδοκο, που μοιάζει επίσημος και τελετουργικός, ο Φήμιος είναι κοντινός, ευέλικτος, καπάτσος. Όσο το πάνω χέρι στο παλάτι της Ιθάκης το έχουν οι μνηστήρες, ενδίδει στην όρεξή τους για τραγούδι, και τραγουδά για χάρη τους. Δίνει ωστόσο την αίσθηση στην Πηνελόπη και στον νεαρό Τηλέμαχο πως δεν εγκρίνει την καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων· αν το μπορούσε, δεν θα τους έκανε το χατίρι, να παίρνει μέρος στα συμπόσιά τους τραγουδώντας, με την κιθάρα του στο χέρι. Που πάει να πει: και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος.

Κάτι ακόμη ανάλογο· αναγνωρίζει ο αοιδός την εξάρτησή του από τον μουσικό θεό, ενώ συνάμα αυτοχαρακτηρίζεται αυτοδίδακτος. Έτσι, αποφεύγει την πρόκληση και την παρεπόμενη τιμωρία του Θάμυρη, κρατώντας ωστόσο με διακριτικότητα ένα μερίδιο τιμής για την προσωπική του τέχνη. Τρίτο στοιχείο που τον συστήνει κοντινό και διπλωματικό: δεν τραγουδά παλιά ηρωικά τραγούδια του τρωικού πολέμου, όπως ο Δημόδοκος· αυτός είναι μέσα στην τελευταία μόδα, μελοποιώντας μελαγχολικά τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών. Αν λογαριάσουμε ότι στο πλαίσιο αυτό ανήκει και ο νόστος του Οδυσσέα, που βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη διπλή εξυπνάδα του Φήμιου: στον βαθμό που ο προκείμενος νόστος αποδείχτηκε πικρός, ανακουφίζει τους μνηστήρες, οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν πως ο Οδυσσέας χάθηκε και πως δεν πρόκειται πια να γυρίσει πίσω· από την άλλη μεριά, με το θέμα αυτό δείχνει ο Φήμιος να μην ξεχνά ο ίδιος τον νόμιμο βασιλιά του παλατιού, κι ας λείπει είκοσι χρόνια τώρα από το νησί. Τέλος, ο τρόπος που εξασφαλίζει ο αοιδός τον γλιτωμό του στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας» (η στάση του, τα επιχειρήματά του και η επίκληση της καλής μαρτυρίας του Τηλεμάχου) μαρτυρούν ευελιξία και καπατσοσύνη στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του. Αδιαφορώντας αν θα θεωρηθεί δειλός και ιδιοτελής, εκμεταλλεύεται την τέχνη του, για να σώσει το κεφάλι του.

Η επιείκεια εξάλλου που δείχνει ο Οδυσσέας στον αοιδό της Ιθάκης, κι ας βρέθηκε να υπηρετεί με το τραγούδι του τα γούστα των μνηστήρων, αποδεικνύει δύο πράγματα: το ένα άμεσα· το άλλο έμμεσα. Άμεσα προκύπτει πως ο ίδιος ο Οδυσσέας, παρά τα σκληρά πάθη της εικοσάχρονης περιπλάνησής του, παρέμεινε φιλόμουσος, ιδιότητα που φαίνεται πιο καθαρά στη σχέση του με τον αοιδό της Σχερίας, τον Δημόδοκο. Έμμεσα, η εξαίρεση του Φήμιου από το σφαγείο της μνηστηροφονίας υπονοεί την κατοχύρωση της επικής ποίησης, τον σεβασμό όσων την ασκούν. Για να το πούμε απλούστερα: η ενδεχόμενη σφαγή του Φήμιου θα σήμαινε ακύρωση του έπους της Οδύσσειας. Γιατί χωρίς αοιδό ο ποιητής της θα έμενε ορφανός και το ποίημά του κολοβό.

Μια τελευταία παρατήρηση: ο πικρός νόστος των Αχαιών, που τραγουδά ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία και που χαρακτηρίζεται τραγούδι της μόδας, δείχνει ότι πριν από την Οδύσσεια κυκλοφορούσαν και άλλα ομόθεμα έπη, τα οποία δεν τα αγνοούσε ο δικός μας ποιητής. Συμπτωματικά μας σώζεται ο τίτλος Ατρειδών Κάθοδος, που παραπέμπει σε αρχαιότερο έπος με θέμα τον νόστο του Μενελάου και του Αγαμέμνονα. Κάποιοι μάλιστα ομηριστές πιστεύουν πως το χαμένο αυτό έπος υπήρξε πρότυπο της Οδύσσειας σε ό,τι αφορά την αντιθετική συγγένεια ανάμεσα στον νόστο του Οδυσσέα και στον νόστο του Αγαμέμνονα.

Δ. Ν. Μαρωνίτης