Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.9. Το όμορφο και το άσχημο

Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι στον Όμηρο οι σημερινοί χαρακτηρισμοί «καλός» και «κακός», όταν χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν πρόσωπα, δηλώνονται με τα επίθετα ἀγαθός και κακός. Στον Όμηρο ο χαρακτηρισμός καλός, όταν χαρακτηρίζει άντρα ή γυναίκα, σημαίνει κυρίως τον/την όμορφο/η. Έτσι στην Ιλιάδα, λίγο πριν αρχίσει η μονομαχία του Πάρη με τον Μενέλαο, ο γέροντας Πρίαμος καλεί από τα τείχη της Τροίας την Ελένη να τον βοηθήσει στην αναγνώριση της ταυτότητας των Αχαιών. Βλέποντας λοιπόν ο γέροντας βασιλιάς πρώτα τον Αγαμέμνονα, ομολογεί πως τόσο «ωραίο» (καλόν) και επιβλητικό άντρα δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια του· μοιάζει στ᾽ αλήθεια βασιλιάς (Γ 169-170). Στην Οδύσσεια ο Ήφαιστος, απατημένος από τη γυναίκα του Αφροδίτη, που έσμιξε με τον Άρη, την καταριέται, λέγοντας ότι μπορεί να είναι «όμορφη» (καλή) κόρη του Δία, αποδείχθηκε όμως «άπιστη» (θ 320). Με τον ίδιο τρόπο το κάλλος, η ομορφιά, χαρακτηρίζει τόσο τους ωραίους άντρες, παράδειγμα ο Πάρης (Γ 392), όσο και τις όμορφες γυναίκες, όπως είναι η Ναυσικά (θ 457).

Γενικότερα κάποιος χαρακτηρίζεται καλός στον Όμηρο από την εξωτερική του κυρίως μορφή· εξαιτίας της εντύπωσης που προκαλεί στους γύρω του, από το πώς φαίνεται στους άλλους. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα ζώα (λόγου χάρη για ένα κοπάδι από πρόβατα), για τα στοιχεία (το νερό, για παράδειγμα) ή τα αντικείμενα (τα τείχη ή τα όπλα). Όλα αυτά φαίνονται όμορφα (καλά), επειδή είναι ωφέλιμα και χρήσιμα· ή και αντίστροφα, επειδή είναι ωφέλιμα, φαίνονται και όμορφα (καλά). Με άλλα λόγια, η ωραία εμφάνιση είναι το «σήμα κατατεθέν» για την καλή ποιότητα ενός υποκειμένου ή και πράγματος.

Όταν επίσης κάτι φαίνεται στους άλλους ωραίο (καλόν), θεωρείται αποδεκτό, που ταιριάζει στην περίσταση, κατ᾽ επέκταση είναι πρέπον, σωστό και δίκαιο. Στην Ιλιάδα ο γέροντας Φοίνικας έχει τελειώσει την παραινετική του διήγηση στον Αχιλλέα, καλώντας τον να παρατήσει επιτέλους την οργή του, να δεχτεί τα δώρα που του προσφέρει ως αποζημίωση ο Αγαμέμνονας και να επιστρέψει στη μάχη. Ο Αχιλλέας, όμως, θεωρώντας ότι ο Φοίνικας μίλησε έτσι για να κάνει το χατίρι του βασιλιά των Αχαιών, απαντά θυμωμένος στον γέροντα (I 613-615):

Ούτε πρέπει να τον αγαπάς εκείνον καθόλου, για να μη σε μισήσω εγώ, μ᾽ όλο που σ᾽ αγαπώ. Καλό είναι μαζί με μένα να κάνεις κακό σ᾽ αυτόν που κάνει κακό σε μένα.

Εδώ ο οργισμένος Αχιλλέας, μ᾽ έναν ξένο ίσως προς τα σημερινά χριστιανικά ήθη τρόπο, εξισώνει κατά κάποιον τρόπο το «καλό» με αυτό που θεωρεί ο ίδιος ότι είναι σωστό και οφείλει να τηρεί ο γέροντας Φοίνικας: αντί δηλαδή να δείχνει ο γέροντας την εύνοιά του στον βασιλιά των Αχαιών, πρέπει να τον μισεί, επειδή είναι εχθρός του Αχιλλέα.

Όταν κάποιος παραβιάζει με τη συμπεριφορά του, ή με τα άκοσμα λόγια του, αυτό που θεωρείται καλόν, χαρακτηρίζεται από τους άλλους θρασύς και ξιπασμένος (ἀτάσθαλος, βλ. και κεφ. 11.11 [σ. 220]). Στην Οδύσσεια ο πανέμορφος στην όψη αλλά εριστικός στα λόγια Φαίακας Ευρύαλος αμφισβητεί τις αθλητικές ικανότητες του Οδυσσέα, για να εισπράξει από τον ήρωα την εξής απάντηση (θ 166):

Ξένε, δεν μας τα λες καλά [οὐ καλὸν ἔειπες φαίνεσαιμε το παραπάνω ξιπασμένος [ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας].

θα περίμενε κανείς οι αντίθετες συμπεριφορές και καταστάσεις, που δηλώνονται με το καλόν (δηλαδή η ασχήμια, η απρέπεια, το αταίριαστο), να αντιπροσωπεύονται με το κακόν. Ωστόσο, αυτό μάλλον δεν ισχύει. Το ουδέτερο κακόν (στον πληθυντικό κακά) χαρακτηρίζει στον Όμηρο κυρίως καταστάσεις, έργα και συμπεριφορές που προκαλούν ή συνοδεύουν συμφορές και βάσανα· προκαλούν ή επιτονίζουν τη δυστυχία, τη βλάβη, τον όλεθρο, το μοιραίο και τον θάνατο (συντελεσμένο ή ενδεχόμενο). Στον επίλογο της Ιλιάδας ο Αχιλλέας, δείχνοντας τη συμπόνια του για τον Πρίαμο, αναγνωρίζει ότι ο γέροντας πατέρας βάσταξε πολλές συμφορές (πολλὰ κακά, Ω 518), όπως ο θάνατος του γιου του, τον περιμένει όμως και άλλη συμφορά (κακὸν άλλο, Ω 551): προφανώς η άλωση της Τροίας. Στην Οδύσσεια, όταν ο νεαρός Τηλέμαχος συγκαλεί την πρώτη συνέλευση των κατοίκων της Ιθάκης, ομολογεί τη διπλή συμφορά (κακόν, β 45) που έπεσε στο σπιτικό του: ο πατέρας του, λέει, είναι νεκρός, ενώ οι μνηστήρες λεηλατούν ανενόχλητοι την περιουσία του οίκου και ρίχνονται στη μητέρα του.

Τελικά οι αντώνυμοι τύποι του καλός και του καλόν στον Όμηρο αντιπροσωπεύονται καταρχήν από τα επίθετα αἰσχρός και αἰσχρόν. Συγγενή, εξάλλου, είναι τα επίθετα ἀεικέλιος, -ίη, -ον και ἀεικής, -ής, -ές. Τα επίθετα αυτά χαρακτηρίζουν πρόσωπα, συμπεριφορές και καταστάσεις που ξεχωρίζουν για την ασχήμια τους και, εξ αποτελέσματος, για την ακοσμία, την ευτέλεια και την ακαταλληλότητά τους. Ειδικότερα:

Αν το καλός, όταν χρησιμοποιείται για πρόσωπα, αναφέρεται στην εξωτερική ομορφιά, το αἰσχρός -ειδικότερα ο υπερθετικός του βαθμός αἴσχιστος- αναφέρεται στην υπερβολική ασχήμια. Στην Ιλιάδα ο Θερσίτης, που τολμά να κατηγορήσει για απληστία τον βασιλιά Αγαμέμνονα και προτείνει να επιστρέψουν οι Αχαιοί στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από τον ποιητή αἴσχιστος: «ο πιο άσχημος» άνθρωπος που ήρθε στο Ίλιο (Β 216). Είναι στραβοκάνης και κουτσός, με γυρισμένους τους ώμους προς τα μέσα, με μακρουλό κεφάλι που έχει τρίχες αραιές (Β 217-219). Η άσχημη εξωτερική εμφάνιση του Θερσίτη επηρεάζει και το ήθος του. Τον συνοδεύουν έτσι αρνητικοί χαρακτηρισμοί, που αποκαλύπτουν την απρεπή και την υβριστική του συμπεριφορά και προκαλούν την απέχθεια ή τη νέμεσιν των άλλων. Είναι ἀμετροεπής (Β 210), που ξεστομίζει ἄκοσμα λόγια (Β 213), και δίχως λόγο ή αταίριαστα (οὐ κατὰ κόσμον, Β 214) τα βάζει με τους βασιλιάδες. Οι Αχαιοί τον θεωρούν φαφλατά και αχώνευτο, οργίζονται εναντίον του και τον περιγελούν, ενώ ο Οδυσσέας, ο οποίος τον ξυλοφορτώνει για τη στάση του απέναντι στον Αγαμέμνονα, τον χαρακτηρίζει υβριστή, «τον χειρότερο από τους Αχαιούς» και δειλό. Ο κακάσχημος λοιπόν Θερσίτης είναι ένας αντιήρωας, ο οποίος, επειδή απειλεί να διαλύσει την τάξη πραγμάτων του ιλιαδικού έπους, αμφισβητώντας τη βασιλική εξουσία και προτείνοντας την επιστροφή του στρατού στην Ελλάδα, τοποθετείται στην κατώτερη βαθμίδα του ηρωικού μεγαλείου.

Γενικότερα, η ασχήμια, ως εξωτερικό χαρακτηριστικό, προκαλώντας δυσάρεστη εντύπωση στους άλλους, χαρακτηρίζει τα πρόσωπα που δεν διαθέτουν κύρος, και δεν μπορούν να διεκδικήσουν κάποια τιμή. Στην ακτή της Σχερίας, εξαθλιωμένος από τις περιπλανήσεις του, ο Οδυσσέας, έπειτα από την εξωραϊστική παρέμβαση της θεάς Αθηνάς, λάμπει ξαφνικά από ομορφιά και χάρη μπροστά στη Ναυσικά· έκπληκτη η πριγκίπισσα ομολογεί στις φίλες της ότι, ενώ λίγο πριν ο ξένος τής φαινόταν άσχημος (ἀεικέλιος, ζ 242), τώρα αυτός μοιάζει ισόθεος, ονειρικός σχεδόν γαμπρός. Μόλις πάλι ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, η θεά Αθηνά, για να κρατήσει αγνώριστη την ταυτότητά του από τους μνηστήρες και τους δικούς του, τον παραμορφώνει σε γέροντα ζητιάνο, έτσι ώστε ο προστατευόμενος ήρωάς της να φαίνεται άσημος και άσχημος (ἀεικέλιος, ν 402).

Μια πράξη που, επειδή φαίνεται «άσχημη», προκαλεί την έντονη αποδοκιμασία των άλλων και δείχνει την έλλειψη αἰδοῦς από την πλευρά του δράστη θεωρείται κάτι το αἰσχρόν ή ἀεικές «ευτελές, ατιμωτικό, φριχτό και αποκρουστικό». Έτσι, αν η προτροπή αἰδώς, Ἀργεῖοι προτρέπει τους πολεμιστές να παραμείνουν στο πεδίο της μάχης, η ενδεχόμενη εγκατάλειψη του πολέμου και η επιστροφή στην Ελλάδα, γενικότερα ο φυγόμαχος νόστος, λένε οι Αγαμέμνονας και Οδυσσέας, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τις επόμενες γενιές αἰσχρόν: άσχημο, αποκρουστικό και ατιμωτικό πράγμα, επειδή θα έδειχνε τη δειλία και την ανικανότητα των Αχαιών (Β 119, 298). Γι᾽ αυτό και τα άσχημα ή ταπεινωτικά λόγια (τα αἰσχρὰ ἔπεα) χρησιμοποιούνται συχνά σε προσβολές, όπως αυτή που απευθύνει ο Έκτορας εναντίον του Αλεξάνδρου, καθώς βλέπει τον αδελφό του να το βάζει στα πόδια έντρομος, όταν του επιτίθεται ο Μενέλαος (Γ 38-45):

Ο Έκτορας τότε, άμα τον είδε, τον μάλωσε με ταπεινωτικά λόγια [αἰσχροῖς ἐπέεσσιν]: «Παλιοπάρη, πανέμορφε στην όψη, ξετρελαμένε με τις γυναίκες, απατεώνα! Μακάρι να μην είχες γεννηθεί ή να είχες χαθεί ανύπαντρος. Θα το ήθελα αυτό και θα ήταν πολύ συμφερότερο παρά να είσαι έτσι ντροπιασμένος και να σε στραβοκοιτάζουν οι άλλοι· εξάπαντος θα ξεκαρδίζονταν οι μακρομάλληδες Αχαιοί, που έλεγαν πως είσαι παλληκάρι από τα πρώτα, γιατί έχεις όμορφη όψη, ούτε δύναμη όμως ούτε κουράγιο βρίσκεται μέσα σου».

Ο Έκτορας προσβάλλει εδώ τον Πάρη, γι᾽ αυτό και τα αἰσχρά λόγια του προκαλούν στον αποδέκτη τους τον εξευτελισμό, την ταπείνωση.

Οι καταστάσεις που προκύπτουν από τις «άσχημες», τις φριχτές και αποκρουστικές πράξεις (τα ἀεικέα ἔργα) αποτελούν αἶσχος. Στην οδυσσειακή «Μεγάλη Νέκυια» ο Αγαμέμνονας, προειδοποιώντας τον Οδυσσέα για το άπιστο φύλο των γυναικών, του διηγείται πώς η Κλυταιμνήστρα, σχεδιάζοντας με τον Αίγισθο το ανόσιο έργο (ἔργον ἀεικές, λ 429) της δολοφονίας του, βυθίστηκε η ίδια στην ντροπή, στο αἶσχος (λ 433), εξευτελίζοντας παράλληλα και το γένος όλων των γυναικών. Εξάλλου, τα αίσχη των μνηστήρων (αἴσχεα, α 229) για τη θεά Αθηνά που τους βλέπει να λεηλατούν την περιουσία του Οδυσσέα, θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τη νέμεσιν ενός συνετού ανθρώπου.

Η κυριολεκτική ενέργεια της ασχήμιας, κατ᾽ επέκταση της προσβολής και της ατίμωσης, χρησιμοποιείται στην Ιλιάδα σε σκηνές όπου το σώμα του νεκρού πολεμιστή παραμορφώνεται και ατιμάζεται από την εκδικητική οργή του αντιπάλου του. Οι ενέργειες της σωματικής κακοποίησης και της ατίμωσης του νεκρού δηλώνονται με το ρήμα αἰσχύνω και το συγγενές του ἀεικίζω «ασχημίζω, ντροπιάζω, παραμορφώνω, ευτελίζω, προσβάλλω κάποιον», από όπου πήραν το όνομά τους και τα σχετικά επεισόδια ως σκηνές αικισμού. Αντιπροσωπευτικά είναι τα φριχτά έργα (ἀεικέα ἔργα, Χ 395) που ετοιμάζει και πραγματώνει ο Αχιλλέας στον εξοντωμένο Έκτορα: μαινόμενος ο Αχαιός, ντροπιάζοντας τον αντίπαλό του, τον σέρνει, δεμένο πίσω από το άρμα του, γύρω από τον τάφο του φίλου του Πατρόκλου για έντεκα μέρες. Όμως, καθώς ο Απόλλωνας προστατεύει το σώμα του νεκρού, ο Ερμής πληροφορεί τον γέροντα Πρίαμο ότι ο άσπλαχνος Αχιλλέας δεν μπόρεσε τελικά να «ασχημίσει» (αἰσχύνει, Ω 418) το σώμα του αντιπάλου του· μπορεί μάλιστα ο ίδιος ο γέροντας πατέρας να πάει να θαυμάσει πόσο δροσερό κείτεται το σώμα του γιου του και πως, προστατευμένο από τους θεούς, δεν είναι καθόλου λερωμένο (Ω 417-421).

Από την ενέργεια της σωματικής παραμόρφωσης προκύπτει μεταφορικά το δημόσιο ντρόπιασμα και η ατίμωση, που κινδυνεύει να υποστεί ο πολεμιστής, αν δείξει δειλία στη μάχη. Έτσι, περήφανος ο λύκιος Σαρπηδόνας λέει στον Διομήδη ότι ο πατέρας του Ιππόλοχος τον συμβούλεψε όχι μόνο να είναι άριστος και ανώτερος στη μάχη, αλλά και να μην ντροπιάσει τη γενιά των προγόνων του (Ζ 209). Γι᾽ αυτό κάθε ενέργεια του ἀγαθοῦ και ἀρίστου, όσο και να θεωρείται κακόν, όπως ο θάνατος, μπορεί να είναι για τον ίδιο και για τους άλλους όμορφο, έντιμο, φυσικό και κατάλληλο, εφόσον ανταποκρίνεται στην τάξη και στον κόσμο του ηρωικού ιδεώδους. Λέει λοιπόν ο ήρωας της αἰδοῦς Έκτορας παροτρύνοντας τους συμπολεμιστές του (Ο 494-497):

Πολεμάτε λοιπόν κοντά στα καράβια όλοι μαζί κι όποιος από σας χτυπημένος από μακριά ή από κοντά βρει το θάνατο και το γραφτό του, ας πεθάνει· δεν είναι άσχημο [οὐἀεικές] γι᾽ αυτόν να πεθάνει υπερασπίζοντας την πατρίδα του.

Λ. Πόλκας