Test

Δοκιμασία. Αντωνοπούλου 2000:250. Τσοπάνογλου 20102:91.

Δοκίμιο. Κωνσταντίνου 2004:102.

Ελεγκτική δοκιμασία. Κωνσταντίνου 2004:102.

Εξεταστική δοκιμασία. Κασσωτάκης 200110:29-33, 111.

Κριτήριο επίτευξης στόχων. Κωνσταντίνου 2004:102.

*Τεστ. Δημητρόπουλος 20057:131-133. Ζαβλανός 2003:271-299. Κασσωτάκης 200110:226-227, 231, 251-254. Κωνσταντίνου 2004:102.

To τεστ ορίζεται στη γλωσσική χρήση για γενικούς σκοπούς ως «κάθε είδος δοκιμασίας ή μεθόδου εξέτασης» (Ingenkamp 2001:142), ενώ «στην επιστημονική γλωσσική χρήση με τον όρο «τεστ» νοείται μια μέθοδος έρευνας που έχει γίνει σύμφωνα με ορισμένες μεθόδους και χρησιμοποιείται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες» (ibid:142). Ο ορισμός αυτός όμως δεν είναι αρκετά σαφής, και ούτε έχει βρεθεί άλλος ικανοποιητικότερος, πιθανόν επειδή ο όρος στην αγγλική είναι πολύσημος. Σε δημοσιεύματα στην αγγλική μπορεί να τον βρει κανείς, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, με τις εξής σημασίες:

Α) Σύνολο ερωτημάτων (items) και καθηκόντων (tasks) που συνθέτουν ένα «όργανο μέτρησης». Είναι αυτό που στον κοινό λόγο λέμε «θέματα εξέτασης». Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται στην αγγλική και ο όρος «test battery».

Β) Υποσύνολο οργάνου μέτρησης, που περιλαμβάνει, ωστόσο, περισσότερα από ένα σύνολα ερωτημάτων ή/και καθήκοντα. Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται ο όρος «μέρος» (part) ενός τεστ ή, πιο πρόσφατα, ο όρος «ενότητα» (module).

Γ) Σύνολο ερωτημάτων (συνήθως 5 ως 10, για παράδειγμα, του τύπου πολλαπλής επιλογής ή αντιστοίχισης, κτλ.) ή μεμονωμένο καθήκον. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι «άσκηση» (exercise) και «δραστηριότητα» (activity).

Δ) Εξέταση, γενικώς. Αυτή είναι η ευρύτερη σημασία του όρου, αφού περιλαμβάνει τόσο το ίδιο το όργανο μέτρησης όσο και τις συνθήκες χρήσης του, τα κριτήρια αξιολόγησης, κτλ. Με αυτή τη σημασία το τεστ είναι συνώνυμο της αξιολόγησης (assessment) και του «ελέγχου» (control) γενικότερα.

Προτείνεται η χρήση του όρου, στην ελληνική, με την πρώτη από τις παραπάνω σημασίες. Για τη δεύτερη σημασία προτείνεται η χρήση του όρου «ενότητα». Για την τρίτη σημασία προτείνεται η χρήση του όρου «δοκιμασία», αν και είναι ήδη διαδεδομένη η χρήση του όρου «δοκιμασία» στη θέση του όρου τεστ, από όπου και η δημιουργία του όρου δοκιμασιολογία ως αντίστοιχου του «testing».

Τα τεστ είναι διάφορων ειδών. Με βάση τον τρόπο χρήσης διακρίνονται σε γραπτά και προφορικά, με βάση το χρονικό διάστημα επανάληψης σε καθημερινά, διμηνιαία, τριμηνιαία κτλ., με βάση τη σκοπιμότητα σε εισαγωγικά, κατατακτήρια, απολυτήρια, κτλ., με βάση τα εξεταζόμενα πρόσωπα σε ατομικά και ομαδικά και, τέλος, με βάση την έκταση χορήγησης σε εθνικής ή ευρείας κλίμακας, τοπικά και ενδοσχολικά (Κασσωτάκης 200110:29). Επίσης, με βάση τον τρόπο κατασκευής τους υπάρχει και η διάκριση των τεστ σε σταθμισμένα και μη.

Από τις τυπολογίες αυτές προκύπτει πως είναι εύκολο να ταυτίσει κανείς το τεστ (πρώτη από τις παραπάνω σημασίες) με την εξέταση κατά την οποία αυτό χρησιμοποιείται (τέταρτη από τις σημασίες). Η αναφορά, πράγματι, σε εισαγωγικό, κατατακτήριο, κτλ. ταιριάζει περισσότερο στην εξέταση ή αξιολόγηση γενικά, παρά στο όργανο μέτρησης, ενώ αντιθέτως, ο επιθετικός προσδιορισμός «σταθμισμένο» δεν μπορεί παρά να αφορά στο όργανο μέτρησης και όχι την αξιολόγηση στο σύνολό της.

Βιβλιογραφία

  • Αντωνοπούλου Ν. (2000). Εφαρμογή της επικοινωνιακής προσέγγισης στη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας ως ξένης-δεύτερης γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Ζαβλανός Μ. (2003). Διδακτική και αξιολόγηση. Αθήνα: Εκδ. Σταμούλης.

  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Κωνσταντίνου Χ. (2004). Η αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή ως παιδαγωγική λογική και σχολική πρακτική. Αθήνα: Gutenberg.

  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.


  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.