Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Συμφραστικός Πίνακας
δαιμονισμενε
| Οδ. 16.421 | ...ποτέ δεν ήσουν τέτοιος! | Δαιμονισμένε , του Τηλέμαχου το θάνατο τί... |
δαιμονισμενη
δαιτορα
| Ιλ. 8.275 | ...τον Ορσίλοχο, μετά τον Οφελέστη, | το Δαίτορα και το Μελάνιππο, το θείο το... |
δακρυ
| Οδ. 7.260 | ...μού φόρειε αθάνατα, τα μούσκευα στο δάκρυ . | Μα στου καιρού το κυκλογύρισμα... |
| Οδ. 17.304 | ...όψη αλλού γυρίζοντας, εσφούγγιξε ένα δάκρυ , | τον Εύμαιο ξεγελώντας εύκολα, και... |
| Οδ. 17.490 | ...χτυπούν, μα από τα μάτια του δε βγήκε δάκρυ , μόνο | την κεφαλή του εκίνησε... |
| Οδ. 19.213 | ...εκείνη, σύντας πια αποχόρτασε το δάκρυ και το θρήνο, | ξαναδευτέρωσε τα λόγια... |
| Οδ. 19.251 | ...όντας εκείνη πια αποχόρτασε το δάκρυ και το θρήνο, | γυρνώντας τέτοια τού... |
| Οδ. 21.57 | ...εκείνη πια αποχόρτασε το θρήνο και το δάκρυ , | να πάει στο αρχονταρίκι εκίνησε,... |
| Οδ. 22.447 | ...θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι. | Των σκοτωμένων πρώτα... |
δακρυα
| Ιλ. 1.42 | ...Δαναοί με τις σαγίτες σου τα δάκρυα πού ᾽χω χύσει!» | Είπε, και την ευκή... |
| Ιλ. 1.413 | ...η Θέτη ευτύς του απηλογήθηκε στα δάκρυα βουτημένη: | «Ωχού, παιδί μου, τί σε... |
| Ιλ. 3.142 | ...όξω απ᾽ την κάμαρά της, χύνοντας δάκρυα γλυκά, πετιέται, | όχι μονάχη της· οι... |
| Ιλ. 6.459 | ...τυχόν, θωρώντας σε να χύνεις μαύρα δάκρυα : | “Γιά κοίτα τη γυναίκα του Έχτορα,... |
| Ιλ. 6.496 | ...και πίσω της γυρίζοντας, στα δάκρυα βουτημένη. | Κι ήταν σε λίγο στο... |
| Ιλ. 7.426 | ...πλέναν τα πηγμένα, | χύνοντας μαύρα δάκρυα , κι έπειτα στ᾽ αμάξια τούς... |
| Ιλ. 13.88 | ...τρέχαν κάτω από τα φρύδια τους τα δάκρυα , ως τους θωρούσαν. | Θαράπιο του κακού... |
| Ιλ. 16.3 | ...εσίμωσε τον Αχιλλέα κι εστάθη, | δάκρυα ζεστά απ᾽ τα μάτια χύνοντας, σα μαύρη... |
| Ιλ. 17.438 | ...τους· κι από τα βλέφαρά τους | ζεστά τα δάκρυα κάτω ετρέχανε στο χώμα, και... |
| Ιλ. 17.695 | ...απόμεινε άλαλος, και του γιομώσαν δάκρυα | τα μάτια, κι η φωνή του... |
δακρυογελωντας
| Ιλ. 6.484 | ...αυτή τον δέχτηκε στο μυρωδάτο κόρφο | δακρυογελώντας · την επόνεσε καθώς την είδε... |
δακρυσαν
| Οδ. 20.204 | ...μ᾽ έκοψε θωρώντας τον, μου δάκρυσαν τα μάτια, | τον Οδυσσέα καθώς μου... |
δακρυσμενα
δακρυσμενες
| Ιλ. 18.65 | ...και τη σπηλιά παράτησε, κι εκείνες δακρυσμένες | ομάδι της τραβούσαν· κι άνοιγε... |