Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Συμφραστικός Πίνακας
κυκνοι
| Ιλ. 2.460 | ...πετούμενα, γιά μακρολαιμουδάτοι | κύκνοι γιά χήνες γιά και γέρανοι, κοπαδιαστά... |
κυκνους
| Ιλ. 15.691 | ...πετούμενα ―γιά μακρολαιμουδάτους | κύκνους γιά χήνες γιά και γέρανους―... |
κυλαει
| Ιλ. 5.340 | ...ιχώρας, που μες στων τρισεύτυχων θεών κυλάει τις φλέβες· | ψωμί δεν τρων μαθές,... |
| Ιλ. 21.261 | ...κελαρύζει, ως τον κατήφορο κυλάει γοργά, κι αφήνει | το νεροκράτη ακόμα... |
κυλησαν
| Οδ. 2.107 | ...μας όλους· | όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου, | τότε μια... |
| Οδ. 10.469 | ...πάσα μέρα. | Μα απά στο γύρισμα, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου, | κι οι... |
| Οδ. 11.294 | ...οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες, | κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε... |
| Οδ. 14.293 | ...οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες | κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε... |
| Οδ. 19.152 | ...τους όλους· | πάνω στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου, | κι οι... |
| Οδ. 24.142 | ...μας όλους· | όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου, | κι οι... |
κυλησε
| Ιλ. 13.137 | ...τραβούσε | ο γαύρος Έχτορας. Πώς κύλησε στρογγυλεμένος βράχος, | που ξάφνου από... |
| Ιλ. 13.530 | ...το χέρι | βουίζοντας το στενοπρόσωπο κύλησε κάτω κράνος. | Ξανά ο Μηριόνης τότε... |
| Ιλ. 16.742 | ...στη σκόνη, | στα πόδια του μπροστά· και κύλησε σα βουτηχτής στο χώμα | απ᾽ τ᾽ ώριο... |
| Ιλ. 17.523 | ...πηδώντας· | όμοια κι αυτός πηδώντας κύλησε τ᾽ ανάσκελα, τι τού ᾽χε, | τα σπλάχνα... |
| Οδ. 9.416 | ...ως την πόρτα τράβηξε και κύλησε το βράχο, | κι ατός του μπρος στην... |
| Οδ. 22.329 | ...στο σβέρκο, | κι όπως μιλούσε ακόμα, κύλησε στη σκόνη η κεφαλή του. | Μα ο γιος... |
κυλησει
| Ιλ. 2.295 | ...εμείς ακόμα εδώ βρισκόμαστε, κι έχουν κυλήσει χρόνια | εννιά! Γι᾽ αυτό και δεν... |
κυλησουν
| Οδ. 4.115 | ...μάτια με τα χέρια του, κι αφήκε να κυλήσουν | τα δάκρυα κάτω· κι ως τον ένιωσε... |
| Οδ. 16.191 | ...από τα μάγουλά του | τα δάκρυα να κυλήσουν άφησε, που ως τότε ανακρατούσε. | Μα... |
κυλιντραει
| Οδ. 1.162 | ...τις βροχές, γιά και στο πέλαγο τα κυλιντράει το κύμα. | Μα αν στην Ιθάκη τον... |
κυλιουνταν
| Ιλ. 24.165 | ...ο γέροντας εσώριασε, μες στην αυλή ως κυλιούνταν . | Στις κάμαρες τρογύρα οι κόρες... |
κυλισμενος
| Ιλ. 24.640 | ...αυλή μου ως κείτουμαι, στη λάσπη κυλισμένος . | Μα τώρα και κρασί κατέβασα... |