Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 40 Λήμματα [21 - 30]

ψίθυρος

[ο], ουσιαστικό
ψιθυρίζω

ψιλικατζίδικο

[το], ουσιαστικό
Το ψιλικατζίδικο είναι ένα κατάστημα που πουλά διάφορα μικρά αντικείμενα, όπως τσιγάρα, τσίχλες και περιοδικά. Τα αντικείμενα αυτά τα λέμε και ψιλικά.
ψιλικά
ψι-λι-κα-τζί-δι-κο

ψιλός, ψιλή, ψιλό

επίθετο
Όταν κάτι είναι ψιλό, είναι πολύ λεπτό.
«Η βελόνα της ένεσης είναι πολύ ψιλή» είπε ο οδοντογιατρός στην Αθηνά.
χοντρός
ψι-λός
Τι διαφορά έχουν οι λέξεις ψηλός - ψιλός;

ψίχα

[η], ουσιαστικό
Η ψίχα είναι το μαλακό μέσα μέρος του ψωμιού.
κόρα
ψί-χα

ψιχάλα

[η], ουσιαστικό
ψιχαλίζει

ψιχαλίζει

ρήμα
Όταν ψιχαλίζει, πέφτει αραιή και σιγανή βροχή με μικρές και λεπτές σταγόνες.
Ψιχάλες λέμε τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν αραιά.
ψι-χα-λί-ζει

ψίχουλο

[το], ουσιαστικό
Ψίχουλα λέμε τα πολύ μικρά κομματάκια ψωμιού που πέφτουν όταν το κόβουμε.
ψί-χου-λο

ψοφίμι

[το], ουσιαστικό
Το ψοφίμι είναι ένα νεκρό ζώο.
ψόφιος, ψοφώ
ψο-φί-μι

ψόφιος, ψόφια, ψόφιο

επίθετο
1) Ένα ψόφιο ζώο είναι νεκρό, δε ζει πια. 2) Λέμε ότι κάποιος είναι ψόφιος, όταν είναι πάρα πολύ κουρασμένος.
ψοφίμι, ψοφώ
ψό-φιος

ψοφώ

ψοφώ και ψοφάω, ρήμα
1) Όταν ένα ζώο ψοφάει, πεθαίνει. 2) Τον τελευταίο καιρό ο κύριος Γιάννης ψοφάει από την κούραση στη δουλειά. Κουράζεται πάρα πολύ.
ψο-φώ