Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ψ"
ψίθυρος
[ο], ουσιαστικό ψιθυρίζω
ψιλικατζίδικο
[το], ουσιαστικό Το ψιλικατζίδικο είναι ένα κατάστημα που πουλά διάφορα μικρά αντικείμενα, όπως τσιγάρα, τσίχλες και περιοδικά. Τα αντικείμενα αυτά τα λέμε και ψιλικά. ψιλικά ψι-λι-κα-τζί-δι-κο
ψιλός, ψιλή, ψιλό
επίθετο Όταν κάτι είναι ψιλό, είναι πολύ λεπτό. «Η βελόνα της ένεσης είναι πολύ ψιλή» είπε ο οδοντογιατρός στην Αθηνά. χοντρός ψι-λός Τι διαφορά έχουν οι λέξεις ψηλός - ψιλός;
ψίχα
[η], ουσιαστικό Η ψίχα είναι το μαλακό μέσα μέρος του ψωμιού. κόρα ψί-χα
ψιχάλα
[η], ουσιαστικό ψιχαλίζει
ψιχαλίζει
ρήμα Όταν ψιχαλίζει, πέφτει αραιή και σιγανή βροχή με μικρές και λεπτές σταγόνες. Ψιχάλες λέμε τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν αραιά. ψι-χα-λί-ζει
ψίχουλο
[το], ουσιαστικό Ψίχουλα λέμε τα πολύ μικρά κομματάκια ψωμιού που πέφτουν όταν το κόβουμε. ψί-χου-λο
ψοφίμι
[το], ουσιαστικό Το ψοφίμι είναι ένα νεκρό ζώο. ψόφιος, ψοφώ ψο-φί-μι
ψόφιος, ψόφια, ψόφιο
επίθετο 1) Ένα ψόφιο ζώο είναι νεκρό, δε ζει πια. 2) Λέμε ότι κάποιος είναι ψόφιος, όταν είναι πάρα πολύ κουρασμένος. ψοφίμι, ψοφώ ψό-φιος
ψοφώ
ψοφώ και ψοφάω, ρήμα 1) Όταν ένα ζώο ψοφάει, πεθαίνει. 2) Τον τελευταίο καιρό ο κύριος Γιάννης ψοφάει από την κούραση στη δουλειά. Κουράζεται πάρα πολύ. ψο-φώ