Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Σ"
σιλουέτα
[η], ουσιαστικό 1) Σιλουέτα λέμε τις γραμμές του ανθρώπινου σώματος, τη μορφή του όπως φαίνεται από μακριά. 2) Σιλουέτα είναι και το λεπτό σώμα. 1) Η Αθηνά είδε από μακριά τη σιλουέτα του κυρίου Μιχάλη. 2) Η θεία Έλλη έκανε σιλουέτα με τη δίαιτα που ακολούθησε. σι-λου-έ-τα
σινεμά
[το], ουσιαστικό Πάμε σινεμά για να δούμε ένα έργο. Είναι ένας μεγάλος χώρος με καρέκλες για τους θεατές και μία μεγάλη οθόνη όπου παίζονται τα έργα. κινηματογράφος σι-νε-μά Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
σιντί
[το], ουσιαστικό 1) Πριν από λίγα χρόνια ακούγαμε μουσική από κασέτες και βλέπαμε ταινίες στο βίντεο. Τώρα ακούμε μουσική από σιντί και βλέπουμε ταινίες από ντιβιντί. Τα σιντί και τα ντιβιντί είναι μικροί δίσκοι. 2) Σιντί (?πλέιερ?) και ντιβιντί (?πλέιερ?) λέμε και τις ηλεκτρικές συσκευές που παίζουν αυτούς τους δίσκους. σι-ντί Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Tο σιντί γράφεται και CD και το ντιβιντί γράφεται και DVD.
σιντριβάνι
[το], ουσιαστικό Tο σιντριβάνι είναι μία μικρή λιμνούλα που την έχουν φτιάξει οι άνθρωποι και απ' όπου πετάγεται συνέχεια νερό. Tα σιντριβάνια στολίζουν τα πάρκα και τις πλατείες. σι-ντρι-βά-νι
σίριαλ
[το], ουσιαστικό Το σίριαλ είναι ένα έργο που παίζεται στην τηλεόραση. Έχει πολλά επεισόδια και συνήθως παίζεται κάθε μέρα ή κάθε βδομάδα την ίδια μέρα. τηλεοπτική σειρά σί-ρι-αλ Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
σιρόπι
[το], ουσιαστικό 1) Το σιρόπι ένα παχύρρευστο υγρό από νερό και ζάχαρη που τα έχουμε βράσει μαζί. Το βάζουμε σε πολλά γλυκά, όπως στον μπακλαβά και στα μελομακάρονα. 2) Το σιρόπι είναι ένα υγρό φάρμακο με γλυκιά γεύση που το παίρνουμε συνήθως με το κουταλάκι, όταν είμαστε άρρωστοι. σι-ρό-πι
σιτάρι
[το], ουσιαστικό Το σιτάρι είναι ένα δημητριακό που φυτρώνει μία φορά το χρόνο στα χωράφια. O σπόρος του λέγεται κι αυτός σιτάρι. Τον αλέθουμε για να φτιάξουμε αλεύρι. σι-τά-ρι Λέμε και στάρι.
σίφουνας
[ο], ουσιαστικό 1) O σίφουνας είναι ένας πολύ δυνατός αέρας που προκαλεί μεγάλες καταστροφές. 2) Λέμε ότι κάποιος τρέχει σαν σίφουνας, όταν τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και με μεγάλη ορμή. σί-φου-νας
σιχαίνομαι
ρήμα Όταν σιχαίνεσαι κάτι, σε πιάνει αηδία μ' αυτό και δε θέλεις να το βλέπεις ή να το πιάσεις. αηδιάζω σιχαμάρα, σιχαμερός σι-χαί-νο-μαι
σιωπή
[η], ουσιαστικό Όταν γίνεται σιωπή, δε μιλάει κανείς ή δεν ακούγεται κανένας θόρυβος. «Σιωπή! Δε θέλω άλλη φασαρία στην τάξη» είπε η δασκάλα αυστηρά. ησυχία Όταν κάποιος δε λέει τίποτα, είναι σιωπηλός. σιω-πή