Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ε"
ευκαιρία
[η], ουσιαστικό 1) Όταν έχεις ευκαιρία να κάνεις κάτι, τότε μπορείς να το κάνεις, υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να το κάνεις. 2) Ευκαιρία είναι κάτι που μπορούμε ν' αγοράσουμε πολύ φτηνά. 1) Την Πέμπτη το σχολείο ήταν κλειστό κι έτσι ο Κώστας είχε την ευκαιρία να παίξει όλη τη μέρα ποδόσφαιρο. 2) «Αυτό το παλτό είναι ευκαιρία. Θα το αγοράσω», είπε η θεία Κατερίνα. ευ-και-ρί-α
ευκολία
[η], ουσιαστικό εύκολος
εύκολος, εύκολη, εύκολο
επίθετο Όταν κάτι είναι εύκολο, δε χρειάζεται να προσπαθήσεις ή να κουραστείς πολύ γι' αυτό. Η ερώτηση της δασκάλας ήταν πολύ εύκολη. Η Αθηνά απάντησε αμέσως. δύσκολος Όταν κάτι γίνεται χωρίς προσπάθεια, γίνεται εύκολα, με ευκολία. εύ-κο-λος
ευρώ
[το], ευρώ, το, ουσιαστικό Το ευρώ είναι το νόμισμα πολλών χωρών της Ευρώπης, όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το ευρώ χρησιμοποιείται από τον Ιανουάριο του 2002. ευ-ρώ Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ευτυχία
[η], ουσιαστικό ευτυχισμένος
ευτυχισμένος, ευτυχισμένη, ευτυχισμένο
μετοχή Όταν είσαι ευτυχισμένος, νιώθεις ωραία, γιατί έχει συμβεί κάτι καλό ή γιατί όλα γίνονται όπως τα θέλεις. «Τι ευτυχισμένη που είμαι στο σπίτι σας!» είπε η Χιονάτη στους επτά νάνους. χαρούμενος, δυστυχισμένος Όταν είσαι ευτυχισμένος, νιώθεις ευτυχία. ευ-τυ-χι-σμέ-νος
ευχαριστιέμαι
ρήμα Όταν ευχαριστιέσαι με κάτι ή είσαι ευχαριστημένος με κάτι, νιώθεις ωραία, γιατί έχει γίνει κάτι καλό ή κάνεις κάτι που σου αρέσει. Η Αθηνά ευχαριστήθηκε πολύ με τα νέα. Είχε βρεθεί η Ροζαλία. χαίρομαι, ικανοποιούμαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι Ήταν ευχαριστημένη. ευχάριστος λυπημένη, στενοχωρημένη, δυσαρεστημένη ευ-χα-ρι-στιέ-μαι
ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο
επίθετο Όταν κάτι είναι ευχάριστο, μας δίνει χαρά. Σήμερα ο Κώστας είχε ευχάριστα νέα. Η ομάδα του νίκησε. δυσάρεστος ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι ευ-χά-ρι-στος Eίμαι το αντίθετο του δυσάρεστος. Tι είμαι;
ευχαριστώ
ρήμα 1) Όταν ευχαριστείς κάποιον, του λες ότι χαίρεσαι που σου έκανε κάτι καλό. 2) Όταν κάτι σ' ευχαριστεί, σε κάνει να νιώθεις καλά. 1) Η Αθηνά ευχαρίστησε το Νίκο για το δώρο που της έδωσε. 2) «Μ' ευχαριστεί να βλέπω αστυνομικά έργα στην τηλεόραση» είπε ο κύριος Δημήτρης. δυσαρεστώ ευχάριστος, ευχαριστιέμαι ευ-χα-ρι-στώ
ευχή
[η], ουσιαστικό Όταν κάνεις μία ευχή, λες κάτι που θέλεις πολύ να γίνει. Η Αθηνά έκανε μία ευχή. Ευχήθηκε να βρεθεί η Ροζαλία. ευ-χή Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Pοζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ